μακρόκωλος: Difference between revisions
Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
(Bailly1_3) |
(23) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />aux membres longs <i>en parl. d’une période oratoire</i>.<br />'''Étymologie:''' [[μακρός]], [[κῶλον]]. | |btext=ος, ον :<br />aux membres longs <i>en parl. d’une période oratoire</i>.<br />'''Étymologie:''' [[μακρός]], [[κῶλον]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μακρόκωλος]], -ον (AM)<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που έχει [[μακριά]] πόδια, [[μακροσκελής]] («τῶν κυνῶν ἐγκρίνουσι τοὺς μακροκώλους», Γεωπ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για σφενδόνα) αυτή που έχει μακρούς ιμάντες<br /><b>2.</b> (για φράσεις, προτάσεις <b>κ.λπ.</b>) αυτός που αποτελείται από μεγάλα κώλα, από μεγάλες ημιπεριόδους («μακρόκωλοι περίοδοι καὶ βραχύκωλοι», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ μακρόκωλοι</i><br />αυτοί που μεταχειρίζονται μεγάλα κώλα περιόδου, μεγάλες ημιπεριόδους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μακρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κῶλον]] «[[σκέλος]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ισό</i>-<i>κωλος</i>, <i>μονό</i>-<i>κωλος</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:35, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A long-limbed, Gp. 19.2.1; applied to a sling, Str.3.5.1. 2 of authors, using sentences with long clauses, Arist.Rh.1409b30.
Greek (Liddell-Scott)
μακρόκωλος: -ον, ὁ ἔχων μακρὰ κῶλα, μέλη, Γεωπ. 19. 2, 1· ἡ μακρόκωλος, εἶδος σφενδόνης, Στράβ. 168. 2) ἐπὶ περιόδων ἐχουσῶν μακρὰ κῶλα ἢ προτάσεις, Ἀριστ. Ρητ. 3. 9, 6· ὡσαύτως, οἱ μακρόκωλοι, οἱ τοιάτα κῶλα μεταχειριζόμενοι, αὐτόθι.· ‒ οὕτω, μακροκωλία, ἡ, μακρὰ περίοδος, Ρήτορες (Walz) 6. σ. 305.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux membres longs en parl. d’une période oratoire.
Étymologie: μακρός, κῶλον.
Greek Monolingual
μακρόκωλος, -ον (AM)
μσν.
αυτός που έχει μακριά πόδια, μακροσκελής («τῶν κυνῶν ἐγκρίνουσι τοὺς μακροκώλους», Γεωπ.)
αρχ.
1. (για σφενδόνα) αυτή που έχει μακρούς ιμάντες
2. (για φράσεις, προτάσεις κ.λπ.) αυτός που αποτελείται από μεγάλα κώλα, από μεγάλες ημιπεριόδους («μακρόκωλοι περίοδοι καὶ βραχύκωλοι», Αριστοτ.)
3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ μακρόκωλοι
αυτοί που μεταχειρίζονται μεγάλα κώλα περιόδου, μεγάλες ημιπεριόδους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + κῶλον «σκέλος» (πρβλ. ισό-κωλος, μονό-κωλος)].