μαλάχη: Difference between revisions
ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old
(Bailly1_3) |
(24) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης (ἡ) :<br />mauve, <i>plante, etc.</i><br />'''Étymologie:''' p. *μαλάχϜη, de [[μαλάσσω]] ; cf. <i>lat.</i> malva, p. *malcva. | |btext=ης (ἡ) :<br />mauve, <i>plante, etc.</i><br />'''Étymologie:''' p. *μαλάχϜη, de [[μαλάσσω]] ; cf. <i>lat.</i> malva, p. *malcva. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (Α [[μαλάχη]])<br />το [[φυτό]] [[μολόχα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[μαλάχη]] ἡ αγρία» — το [[φυτό]] αλθαία<br />β) «[[μαλάχη]] η κηπευτή» — το [[φυτό]] [[λαβατέρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για μεσογειακό, προελληνικό όρο, παράλληλο του λατ. <i>malva</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[μάλβαξ]]), πιθ. κατ' [[επίδραση]] του [[μαλακός]]. Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με σημιτ. <i>mall</i><i>ū</i><i>sh</i> και με γεωργ. <i>malokhi</i>. Η [[σύνδεση]], [[τέλος]], της λ. με το ρ. [[μαλάσσω]], λόγω της μαλακτικής ιδιότητας του φυτού, οφείλεται [[προφανώς]] σε λαϊκή [[ετυμολογία]]. Η [[ποικιλία]] του φωνηεντισμού της λ. παραμένει ανερμήνευτη (<b>[[πρβλ]].</b> [[μολόχα]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:35, 29 September 2017
English (LSJ)
[λᾰ], ἡ,
A mallow, Malva silvestris, Hes.Op.41, Batr.161, Pherecr.131.1 (pl.), Thphr.HP7.7.2,7.8.1, Mosch.3.99, etc.; σιτεῖσθαι ἀντὶ μὲν ἄρτων μαλάχης πτόρθους Ar.Pl.544:—also μολόχη, Epich.153, Antiph.158, Dsc.2.118 (cod. F). 2 μ. ἀγρία, = ἀλθαία 1, Thphr.HP9.15.5, Ps.-Dsc.3.146. 3 μ. κηπευτή tree-mallow, Lavatera arborea, Dsc.2.118, cf. Gal.6.628; μ. ἀποδενδρουμένη Thphr. HP1.3.2; ἄνθρακες -ης Xenocr. ap. Orib.2.58.48. (Perh. fr. μαλάσσω, because of its laxative properties, cf. Dsc. l.c., Plin.HN20.221; the relation to Lat. malva, Engl. mallow is uncertain.)
Greek (Liddell-Scott)
μᾰλάχη: [λᾰ], ἡ, «μολόχα», Λατ. malva, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 41, Βατραχομυομ. 161, Μόσχ. 3. 106, κτλ.· - βοτάνη χρησιμεύουσα ὡς τροφή, μάλιστα τῶν πτωχῶν· σιτεῖσθαι ἀντὶ μὲν ἄρτων μαλάχης πτόρθους Ἀριστοφ. Πλ. 544· - φέρεται καὶ μολόχη, ὡς καὶ νῦν, Ἐπίχ. καὶ Ἀντιφ. παρ’ Ἀθην. 58D. (Ἴσως ἐκ τοῦ μαλάσσω, ἕνεκα τῆς μαλακτικῆς αὐτῆς δυνάμεως, Διοσκ. 2. 144, Plin. N. H. 20. 21).
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
mauve, plante, etc.
Étymologie: p. *μαλάχϜη, de μαλάσσω ; cf. lat. malva, p. *malcva.
Greek Monolingual
η (Α μαλάχη)
το φυτό μολόχα
αρχ.
φρ. α) «μαλάχη ἡ αγρία» — το φυτό αλθαία
β) «μαλάχη η κηπευτή» — το φυτό λαβατέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για μεσογειακό, προελληνικό όρο, παράλληλο του λατ. malva (πρβλ. μάλβαξ), πιθ. κατ' επίδραση του μαλακός. Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με σημιτ. mallūsh και με γεωργ. malokhi. Η σύνδεση, τέλος, της λ. με το ρ. μαλάσσω, λόγω της μαλακτικής ιδιότητας του φυτού, οφείλεται προφανώς σε λαϊκή ετυμολογία. Η ποικιλία του φωνηεντισμού της λ. παραμένει ανερμήνευτη (πρβλ. μολόχα)].