μανιάκης: Difference between revisions
(Bailly1_3) |
(24) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />collier d’or des Perses, des Celtes.<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt iranien ; cf. [[γαυνάκης]], [[ἀκινάκης]], [[μανδάκης]]. | |btext=ου (ὁ) :<br />collier d’or des Perses, des Celtes.<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt iranien ; cf. [[γαυνάκης]], [[ἀκινάκης]], [[μανδάκης]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μανιάκης]], ὁ (ΑM)<br />χρυσό [[κόσμημα]] που φορούσαν οι Πέρσες και οι Γαλάτες [[γύρω]] από τον τράχηλο ή [[γύρω]] από τον βραχίονα («τῶν μὲν συμμάχων ψέλια χρυσᾱ καὶ μανιάκας... φερομένων», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />χρυσό [[περιδέραιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για [[δάνειο]] από τη Γαλατική. Ωστόσο, η [[αντιστοιχία]] στο [[επίθημα]] -<i>άκης</i> με τα <i>γαυν</i>-<i>άκης</i>, <i>μανι</i>-<i>άκης</i> οδηγεί στο να θεωρηθεί η λ. [[δάνειο]] από την Ιρανική και να αναχθεί σε ινδοιρανική [[ρίζα]] <i>mani</i>- (<span style="color: red;"><</span> ΙΕ [[ρίζα]] <i>moni</i>- που μαρτυρείται στο λατ. <i>mon</i><i>ī</i><i>le</i> «[[περιδέραιο]]», <b>[[πρβλ]].</b> αβεστ. <i>zar</i><i>ә</i><i>nu maini</i> «χρυσό [[περιδέραιο]]»)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:35, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A necklace, torc, worn of gold by Persians and Gauls, Plb.2.29.8, 2.31.5, LXX 1 Es.3.6, Plu.Cim.9, Jul.ad Ath.284d, Lyd. Mag.1.46 (pl.):—also μᾰνι-άκη, ἡ, PMon.7.74 (vi A. D.):—Dim. μᾰνι-άκιον, τό, Sch. Theoc.11.41.
Greek (Liddell-Scott)
μᾰνιάκης: -ου, ὁ, περιτραχήλιον κόσμημα, χρυσοῦν περιδέραιον καὶ περιβραχιόνιον, ἃ ἔφερον οἱ Πέρσαι καὶ οἱ Γαλάται, Πολύβ. 2. 29, 8., 31, 5, Πλουτ. Κίμ. 9, κτλ.· ὡσαύτως μανίακον, τό, τὸ κράσπεδον, ἡ ᾤα ἐνδύματος, Φαβωρῖνος, πρβλ. Ἡσύχ. Πρβλ. μάνος.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
collier d’or des Perses, des Celtes.
Étymologie: DELG emprunt iranien ; cf. γαυνάκης, ἀκινάκης, μανδάκης.
Greek Monolingual
μανιάκης, ὁ (ΑM)
χρυσό κόσμημα που φορούσαν οι Πέρσες και οι Γαλάτες γύρω από τον τράχηλο ή γύρω από τον βραχίονα («τῶν μὲν συμμάχων ψέλια χρυσᾱ καὶ μανιάκας... φερομένων», Πλούτ.)
μσν.
χρυσό περιδέραιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δάνειο από τη Γαλατική. Ωστόσο, η αντιστοιχία στο επίθημα -άκης με τα γαυν-άκης, μανι-άκης οδηγεί στο να θεωρηθεί η λ. δάνειο από την Ιρανική και να αναχθεί σε ινδοιρανική ρίζα mani- (< ΙΕ ρίζα moni- που μαρτυρείται στο λατ. monīle «περιδέραιο», πρβλ. αβεστ. zarәnu maini «χρυσό περιδέραιο»)].