μαστιχέλαιον: Difference between revisions
From LSJ
Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible
(6_21) |
(24) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μαστῐχέλαιον''': τό, μαστίχης [[ἔλαιον]], Διοσκ. 1. 51 (ἐν τῷ λήμματι, δηλ. τῇ ἐπιγραφῇ, [[διότι]] ἐν τῷ κειμένῳ ὁ Διοσκ. καλεῖ αὐτό: μαστίχιον [[[ἔλαιον]]]). | |lstext='''μαστῐχέλαιον''': τό, μαστίχης [[ἔλαιον]], Διοσκ. 1. 51 (ἐν τῷ λήμματι, δηλ. τῇ ἐπιγραφῇ, [[διότι]] ἐν τῷ κειμένῳ ὁ Διοσκ. καλεῖ αὐτό: μαστίχιον [[[ἔλαιον]]]). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μαστιχέλαιον]], τὸ (Α)<br />[[έλαιο]] το οποίο παράγεται από τη [[μαστίχα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:36, 29 September 2017
English (LSJ)
τό,
A mastich-oil, Dsc.1.42 (in lemmate).
Greek (Liddell-Scott)
μαστῐχέλαιον: τό, μαστίχης ἔλαιον, Διοσκ. 1. 51 (ἐν τῷ λήμματι, δηλ. τῇ ἐπιγραφῇ, διότι ἐν τῷ κειμένῳ ὁ Διοσκ. καλεῖ αὐτό: μαστίχιον [[[ἔλαιον]]]).
Greek Monolingual
μαστιχέλαιον, τὸ (Α)
έλαιο το οποίο παράγεται από τη μαστίχα.