μεγαυχής: Difference between revisions

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source
(SL_2)
(24)
Line 21: Line 21:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[μεγαυχής]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[proud]] πάλᾳ καὶ μεγαυχεῖ παγκρατίῳ (Er. Schmid: μεγαλαυχεῖ codd.) (N. 11.21)
|sltr=[[μεγαυχής]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[proud]] πάλᾳ καὶ μεγαυχεῖ παγκρατίῳ (Er. Schmid: μεγαλαυχεῖ codd.) (N. 11.21)
}}
{{grml
|mltxt=[[μεγαυχής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> [[ένδοξος]], φημισμένος («μεγαυχεῑ παγκρατίῳ)», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που υπερηφανεύεται, που καυχιέται για [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγα</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>αυχής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>αὐχῶ</i> «[[υπερηφανεύομαι]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μεγ</i>-<i>αυχής</i>, <i>υψ</i>-<i>αυχής</i>].
}}
}}

Revision as of 07:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγαυχής Medium diacritics: μεγαυχής Low diacritics: μεγαυχής Capitals: ΜΕΓΑΥΧΗΣ
Transliteration A: megauchḗs Transliteration B: megauchēs Transliteration C: megafchis Beta Code: megauxh/s

English (LSJ)

ές,

   A = μεγάλαυχος, παγκράτιον Pi.N.11.21; δαίμων A. Pers.642 (lyr.).    II boasting, c. dat., σκάπτροισι AP7.427.7 (Antip. Sid.).

German (Pape)

[Seite 110] ές, = μεγαλαυχής; παγκράτιον, Pind. N. 11, 21; δαίμων, Aesch. Pers. 633; sp. D., wie Θῆβαι Ep. ad. 288 (Plan. 102); auch ὁ σκάπτροισι μεγαυχής, stolz auf, Antip. Sid. 93 (VII, 427).

Greek (Liddell-Scott)

μεγαυχής: -ές, = μεγάλαυχος, παγκράτιον Πινδ. Ν. 11. 27· δαίμων Αἰσχύλ. Πέρσ. 641. ΙΙ. καυχώμενος, μεγαλαυχῶν, τινι, ἐπί τινι, Ἀνθ. Π. 7. 427.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
glorieux, plein de gloire.
Étymologie: μέγας, αὐχέω.

English (Slater)

μεγαυχής
   1 proud πάλᾳ καὶ μεγαυχεῖ παγκρατίῳ (Er. Schmid: μεγαλαυχεῖ codd.) (N. 11.21)

Greek Monolingual

μεγαυχής, -ές (Α)
1. ένδοξος, φημισμένος («μεγαυχεῑ παγκρατίῳ)», Πίνδ.)
2. αυτός που υπερηφανεύεται, που καυχιέται για κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα- + -αυχής (< αὐχῶ «υπερηφανεύομαι»), πρβλ. μεγ-αυχής, υψ-αυχής].