μελανοπλόκαμος: Difference between revisions

From LSJ

τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye

Source
(6_17)
(24)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μελανοπλόκᾰμος''': -ον, ὁ ἔχων μέλανας πλοκάμους, Σχόλ. εἰς Πινδ. Ο. 6. 46, κτλ.
|lstext='''μελανοπλόκᾰμος''': -ον, ὁ ἔχων μέλανας πλοκάμους, Σχόλ. εἰς Πινδ. Ο. 6. 46, κτλ.
}}
{{grml
|mltxt=[[μελανοπλόκαμος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει μαύρους πλοκάμους, μαύρες πλεξίδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[πλόκαμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πλέκω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>λιπαρο</i>-[[πλόκαμος]], <i>χρυσο</i>-[[πλόκαμος]].
}}
}}

Revision as of 07:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελᾰνοπλόκᾰμος Medium diacritics: μελανοπλόκαμος Low diacritics: μελανοπλόκαμος Capitals: ΜΕΛΑΝΟΠΛΟΚΑΜΟΣ
Transliteration A: melanoplókamos Transliteration B: melanoplokamos Transliteration C: melanoplokamos Beta Code: melanoplo/kamos

English (LSJ)

ον,

   A black-haired, Sch.Pi.O.6.46.

German (Pape)

[Seite 119] schwarzlockig, Schol. Pind. P. 1, 3.

Greek (Liddell-Scott)

μελανοπλόκᾰμος: -ον, ὁ ἔχων μέλανας πλοκάμους, Σχόλ. εἰς Πινδ. Ο. 6. 46, κτλ.

Greek Monolingual

μελανοπλόκαμος, -ον (Α)
αυτός που έχει μαύρους πλοκάμους, μαύρες πλεξίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + πλόκαμος (< πλέκω), πρβλ. λιπαρο-πλόκαμος, χρυσο-πλόκαμος.