μειώνυμος: Difference between revisions
From LSJ
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
(6_16) |
(24) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μειώνυμος''': -ον, [[εἶδος]] συγκριτικοῦ τοῦ [[μικρώνυμος]], ὃ ἴδε. | |lstext='''μειώνυμος''': -ον, [[εἶδος]] συγκριτικοῦ τοῦ [[μικρώνυμος]], ὃ ἴδε. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μειώνυμος]], -ον (Α)<br />(για [[κλάσμα]]) αυτό που έχει μικρότερο παρονομαστή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μεῖον]] (<b>βλ. λ.</b> [[μείων]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>ώνυμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄνυμα]], αιολ. τ. του [[ὄνομα]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ετερ</i>-<i>ώνυμος</i>. Το -<i>ω</i>- του τ. οφείλεται στη [[λειτουργία]] του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:36, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A with a smaller denominator, of fractions, Iamb. in Nic.p.48 P. (Comp.).
German (Pape)
[Seite 117] compar. zu μικρώνυμος, mit kleinerem Anzeiger, von Verhältnissen in der Arithmetik, lambl. u. Nicom. p. 68 a.
Greek (Liddell-Scott)
μειώνυμος: -ον, εἶδος συγκριτικοῦ τοῦ μικρώνυμος, ὃ ἴδε.
Greek Monolingual
μειώνυμος, -ον (Α)
(για κλάσμα) αυτό που έχει μικρότερο παρονομαστή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεῖον (βλ. λ. μείων) + -ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. του ὄνομα), πρβλ. ετερ-ώνυμος. Το -ω- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].