μίγμα: Difference between revisions
Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn
(T22) |
(25) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=or (so L T) [[μίγμα]] (on the [[accent]] cf. Lipsius, Gramm. Untersuch., pp. 32,34 (cf. Winer's Grammar, § 6,1e.; [[κρίμα]], at the [[beginning]])), μιγματος, τό (μεγνυμι), [[that]] [[which]] has been produced by mixing, a [[mixture]]: WH [[text]] [[ἕλιγμα]], [[which]] [[see]]). ([[Aristotle]], [[Plutarch]], others.) | |txtha=or (so L T) [[μίγμα]] (on the [[accent]] cf. Lipsius, Gramm. Untersuch., pp. 32,34 (cf. Winer's Grammar, § 6,1e.; [[κρίμα]], at the [[beginning]])), μιγματος, τό (μεγνυμι), [[that]] [[which]] has been produced by mixing, a [[mixture]]: WH [[text]] [[ἕλιγμα]], [[which]] [[see]]). ([[Aristotle]], [[Plutarch]], others.) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[μείγμα]], το (Α [[μίγμα]] και μεῑγμα και αιολ. τ. μεῑχμα)<br />[[κάθε]] [[προϊόν]] ανάμιξης<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>χημ.</b> το [[προϊόν]] της ανάμιξης περισσότερων σωμάτων, [[χωρίς]] να συντελείται χημική [[αντίδραση]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[μίγμα]] καύσιμο»<br /><b>τεχνολ.</b> [[μίγμα]] ατμών υγρού καυσίμου, όπως λ.χ. βενζίνης ή πετρελαίου με αέρα, το οποίο χρησιμοποιείται για την [[τροφοδοσία]] τών μηχανών εσωτερικής καύσης<br />β) «[[μίγμα]] πλούσιο»<br /><b>τεχνολ.</b> καύσιμο [[μίγμα]] που περιέχει ατμούς καυσίμου σε [[αναλογία]] μεγαλύτερη από την άριστη<br />γ) «[[μίγμα]] πτωχό»<br /><b>τεχνολ.</b> καύσιμο [[μίγμα]] που περιέχει ατμούς καυσίμου σε [[αναλογία]] [[σαφώς]] μικρότερη από την άριστη<br />δ) «[[μίγμα]] ψυκτικό»<br /><b>τεχνολ.</b> [[μίγμα]] στο οποίο οι ουσίες που συμμετέχουν στον σχηματισμό του προκαλούν υποβιβασμό της θερμοκρασίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μιγ</i>- / <i>μειγ</i>- του [[μίγνυμι]] / [[μείγνυμι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μα</i>. Βλ. ετυμολ. λ. [[μιγνύω]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:38, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό, (μείγνυμι)
A mixture, compound, Emp. and Anaxag. ap.Arist.Ph.187a33, cf. Metaph.1012a28. 2 μίγματα, τά, of drugs, Plu.2.80a, Dsc.5.44, Apollon. ap. Gal.12.655; μ. σμύρνης καὶ ἀλόης Ev.Jo.19.39; of pigments, D.H.Is.4, Comp.21; of condiments, Plu. 2.997a; of amalgams, Zos.Alch.p.197 B. (In codd. sts. μῖγμα, for which μεῖγμα (formed like χεῦμα) shd. perh. be restored in Emp. and Anaxag. ap. Arist., but μίγμα (formed like χύμα) may be retained in later texts.)
English (Strong)
from μίγνυμι; a compound: mixture.
English (Thayer)
or (so L T) μίγμα (on the accent cf. Lipsius, Gramm. Untersuch., pp. 32,34 (cf. Winer's Grammar, § 6,1e.; κρίμα, at the beginning)), μιγματος, τό (μεγνυμι), that which has been produced by mixing, a mixture: WH text ἕλιγμα, which see). (Aristotle, Plutarch, others.)
Greek Monolingual
και μείγμα, το (Α μίγμα και μεῑγμα και αιολ. τ. μεῑχμα)
κάθε προϊόν ανάμιξης
νεοελλ.
1. χημ. το προϊόν της ανάμιξης περισσότερων σωμάτων, χωρίς να συντελείται χημική αντίδραση
2. φρ. α) «μίγμα καύσιμο»
τεχνολ. μίγμα ατμών υγρού καυσίμου, όπως λ.χ. βενζίνης ή πετρελαίου με αέρα, το οποίο χρησιμοποιείται για την τροφοδοσία τών μηχανών εσωτερικής καύσης
β) «μίγμα πλούσιο»
τεχνολ. καύσιμο μίγμα που περιέχει ατμούς καυσίμου σε αναλογία μεγαλύτερη από την άριστη
γ) «μίγμα πτωχό»
τεχνολ. καύσιμο μίγμα που περιέχει ατμούς καυσίμου σε αναλογία σαφώς μικρότερη από την άριστη
δ) «μίγμα ψυκτικό»
τεχνολ. μίγμα στο οποίο οι ουσίες που συμμετέχουν στον σχηματισμό του προκαλούν υποβιβασμό της θερμοκρασίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιγ- / μειγ- του μίγνυμι / μείγνυμι + κατάλ. -μα. Βλ. ετυμολ. λ. μιγνύω].