Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

Μινύαι: Difference between revisions

From LSJ

ἡ γὰρ συνήθεια δεινὴ τοῖς κατὰ μικρὸν ἐνοικειουμένοις πάθεσι πόρρω προαγαγεῖν τὸν ἄνθρωπον → for habituation has a strange power to lead men onward by a gradual familiarization of the feelings

Source
(SL_2)
(25)
Line 18: Line 18:
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>Μῐνῡαι</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> an [[ancient]] Boiotian [[folk]], [[living]] [[around]] Orchomenos. Χάριτες Ἐρχομενοῦ, παλαιγόνων Μινυᾶν ἐπίσκοποι (O. 14.4) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> the Argonauts. [[μετὰ]] γὰρ κεῖνο (= τὸ πάγχρυσον [[νάκος]]) πλευσάντων Μινυᾶν (P. 4.69)
|sltr=<b>Μῐνῡαι</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> an [[ancient]] Boiotian [[folk]], [[living]] [[around]] Orchomenos. Χάριτες Ἐρχομενοῦ, παλαιγόνων Μινυᾶν ἐπίσκοποι (O. 14.4) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> the Argonauts. [[μετὰ]] γὰρ κεῖνο (= τὸ πάγχρυσον [[νάκος]]) πλευσάντων Μινυᾶν (P. 4.69)
}}
{{grml
|mltxt=[[Μινύαι]], αἱ (Α)<br /><b>1.</b> [[γενεά]] ηρώων στον Ορχομενό<br /><b>2.</b> (<b>στον εν.</b>) <i>ὁ Μινύας</i><br />[[ονομασία]] ήρωα ή θεού.
}}
}}

Revision as of 07:39, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Μῐνύαι Medium diacritics: Μινύαι Low diacritics: Μινύαι Capitals: ΜΙΝΥΑΙ
Transliteration A: Minýai Transliteration B: Minyai Transliteration C: Minyai Beta Code: *minu/ai

English (LSJ)

[ῠ], οἱ, Minyans, a race of heroes in Orchomenos, Pi.O.14.4, Hdt.1.146; used of the Argonauts, Pi.P.4.69, A.R.1.229, Orph. A.375,al.: in sg. as a hero or god,

   A Ἑρμῇ καὶ Μινύᾳ IG7.3218 (Orchom.): —Adj. Μῐνύειος [ῠ], α, ον, Minyan, Ὀρχομενὸς M. Il.2.511, Od.11.284; Ep. Μῐνῠήϊος Il.11.722, Hes.Fr.144.4:—fem. Μῐνῠηΐς, ΐδος, ἡ, A.R.1.233.

Greek (Liddell-Scott)

Μῐνύαι: οἱ, γενεά τις εὐγενῶν ἐν Ὀρχομενῷ, Ἡρόδ. 1. 146, Πίνδ.· καθ’ ἑνικ., ὡς ἥρως τις ἢ θεός, Ἑρμῇ καὶ Μινύᾳ Ἐπιγραφ. Ὀρχομ. παρὰ Keil σ. 77· - ἐπίθ., Μινύειος, α, ον, ὁ εἰς τοὺς Μινύας ἀνήκων, Ὀρχομενὸς Μ. Ἰλ. Β. 511· Ἐπικ. ὡσαύτως Μινυήϊος Λ. 721, Ὀδ. Λ. 283, Ἡσ.· ἀνώμαλ. θηλ. Μινυηΐς, ίδος, ἡ, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 233· - ἴδε Μυλλέρου Orchomenos und die Minyer.

French (Bailly abrégé)

ῶν (οἱ) :
les Minyes, tribu éol. primit. en Thessalie, postér. près d’Orchomène en Béotie, descendants de Minyas.
Étymologie:.

English (Slater)

Μῐνῡαι
   a an ancient Boiotian folk, living around Orchomenos. Χάριτες Ἐρχομενοῦ, παλαιγόνων Μινυᾶν ἐπίσκοποι (O. 14.4)
   b the Argonauts. μετὰ γὰρ κεῖνο (= τὸ πάγχρυσον νάκος) πλευσάντων Μινυᾶν (P. 4.69)

Greek Monolingual

Μινύαι, αἱ (Α)
1. γενεά ηρώων στον Ορχομενό
2. (στον εν.) ὁ Μινύας
ονομασία ήρωα ή θεού.