μολυβδουργός: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
(6_15)
(25)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μολυβδουργός''': -όν, (*[[ἔργω]]) ὁ ἐργαζόμενος τὸν μόλυβδον, ἐργαζόμενος ἐπὶ μολύβδου, Γλωσσ., - μολυβουργός, Gremfell καὶ Hunt Πάπυρ. Ὀξυρρύγχ. 135, 8, 32, κλ.
|lstext='''μολυβδουργός''': -όν, (*[[ἔργω]]) ὁ ἐργαζόμενος τὸν μόλυβδον, ἐργαζόμενος ἐπὶ μολύβδου, Γλωσσ., - μολυβουργός, Gremfell καὶ Hunt Πάπυρ. Ὀξυρρύγχ. 135, 8, 32, κλ.
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[μολυβδουργός]] και [[μολιβδουργός]], Μ [[μολυβουργός]])<br />[[τεχνίτης]] που κατεργάζεται τον μόλυβδο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μόλυβδος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i>].
}}
}}

Revision as of 07:39, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μολυβδουργός Medium diacritics: μολυβδουργός Low diacritics: μολυβδουργός Capitals: ΜΟΛΥΒΔΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: molybdourgós Transliteration B: molybdourgos Transliteration C: molyvdourgos Beta Code: molubdourgo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A lead-worker, Apollod.Poliorc.153.7 (μολιβδ-), Ptol.Tetr.180, Gloss. (μολιβδ-).

German (Pape)

[Seite 200] Blei bearbeitend, oder in Blei arbeitend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μολυβδουργός: -όν, (*ἔργω) ὁ ἐργαζόμενος τὸν μόλυβδον, ἐργαζόμενος ἐπὶ μολύβδου, Γλωσσ., - μολυβουργός, Gremfell καὶ Hunt Πάπυρ. Ὀξυρρύγχ. 135, 8, 32, κλ.

Greek Monolingual

ο (Α μολυβδουργός και μολιβδουργός, Μ μολυβουργός)
τεχνίτης που κατεργάζεται τον μόλυβδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυβδος + -ουργός].