μοχθήεις: Difference between revisions
From LSJ
πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)
(6_8) |
(26) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μοχθήεις''': εσσα, εν, = [[μοχθηρός]], Σοφ. εἰς Νικ. Ἀλεξιφ. 616. | |lstext='''μοχθήεις''': εσσα, εν, = [[μοχθηρός]], Σοφ. εἰς Νικ. Ἀλεξιφ. 616. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μοχθήεις]], -εσσα, -εν (Α)<br />αυτός που έχει γίνει με κόπο και μόχθο, [[επίπονος]], [[επίμοχθος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μόχθος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ήεις</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ονειρ</i>-<i>ήεις</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:57, 29 September 2017
English (LSJ)
εσσα, εν,
A = μοχθηρός, Nic.Al.617.
German (Pape)
[Seite 212] εσσα, εν, p. = μοχθηρός, Nic. Al. 538 (616), Schol. erkl. ἐπίπονος.
Greek (Liddell-Scott)
μοχθήεις: εσσα, εν, = μοχθηρός, Σοφ. εἰς Νικ. Ἀλεξιφ. 616.
Greek Monolingual
μοχθήεις, -εσσα, -εν (Α)
αυτός που έχει γίνει με κόπο και μόχθο, επίπονος, επίμοχθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόχθος + κατάλ. -ήεις (πρβλ. ονειρ-ήεις)].