νώνυμνος: Difference between revisions

From LSJ

κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils

Source
(SL_2)
(27)
Line 7: Line 7:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[νώνυμνος]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[nameless]] καὶ πάγον Κρόνου προσεφθέγξατο. [[πρόσθε]] γὰρ [[νώνυμνος]] βρέχετο πολλᾷ νιφάδι (byz.: [[νώνυμος]], νώνυμον codd.: νώνυμνον Turyn) (O. 10.51)
|sltr=[[νώνυμνος]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[nameless]] καὶ πάγον Κρόνου προσεφθέγξατο. [[πρόσθε]] γὰρ [[νώνυμνος]] βρέχετο πολλᾷ νιφάδι (byz.: [[νώνυμος]], νώνυμον codd.: νώνυμνον Turyn) (O. 10.51)
}}
{{grml
|mltxt=νώνυμ(ν)ος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[ανώνυμος]], [[αφανής]], [[άσημος]] («γενεήν γε θεοὶ νώνυμον [[ὀπίσσω]] θῆκαν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που δεν έχει όνομα, [[ανώνυμος]]<br /><b>3.</b> αυτός που αγνοεί το όνομα κάποιου («[[οὐδέ]] τις ἔσται τῆς λυρικῆς Σαπφοῡς [[νώνυμος]] [[ἠέλιος]]», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[νώνυμος]] <span style="color: red;"><</span> στερητ. [[πρόθημα]] <i>νη</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ώνυμος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>όνυμα</i>, αιολ. τ. του <i>όνομα</i>), <b>πρβλ.</b> <i>αν</i>-<i>ώνυμος</i>. Ο τ. [[νώνυμνος]] [[είναι]] [[επικός]] και χρησιμοποιείται όταν για μετρικούς λόγους η παραλήγουσα [[πρέπει]] να [[είναι]] μακρά (<b>πρβλ.</b> [[δίδυμος]]— [[δίδυμνος]], <i>απάλαμος—[[απάλαμνος]]). Το -<i>ω</i>-τών τ. οφείλεται σε [[έκταση]] λόγω συνθέσεως].
}}
}}

Revision as of 11:58, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 273] poet. = Folgdm (ν ist eingeschoben, um die von Natur kurze Penultima durch Position lang zu machen, vgl. δίδυμνος, ἀπάλαμνος); νωνύμνους ἀπ ολέσθαι, Il. 12, 70, vgl. 14, 70; Od. 1, 222; Hes. O. 156; πρόσθε νώνυμνος, Pind. Ol. 11, 53; sp. D., wie Ap. Rh. 3, 982.

Greek (Liddell-Scott)

νώνυμνος: -ον, Ἐπικ. τύπος παράλληλος τῷ νώνῠμος, ἐν χρήσει ὅταν ἡ παραλήγουσα ἀναγκαίως πρέπῃ νὰ εἶναι μακρὰ (ὡς δίδυμνος ἀντὶ δίδυμος, ἀπάλαμνος ἀντὶ ἀπάλαμος), νωνύμνους ἀπολέσθαι ἀπ’ Ἄργεος Ἰλ. Μ. 70, Ν. 227., Ξ. 70· γενεήν γε θεοὶ ν. ὀπίσσω θῆκαν Ὀδ. Α. 222, πρβλ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 153· πρόσθε ν. Πινδ. Ο. 11 (10). 61.

English (Slater)

νώνυμνος
   1 nameless καὶ πάγον Κρόνου προσεφθέγξατο. πρόσθε γὰρ νώνυμνος βρέχετο πολλᾷ νιφάδι (byz.: νώνυμος, νώνυμον codd.: νώνυμνον Turyn) (O. 10.51)

Greek Monolingual

νώνυμ(ν)ος, -ον (Α)
1. ανώνυμος, αφανής, άσημος («γενεήν γε θεοὶ νώνυμον ὀπίσσω θῆκαν», Ομ. Οδ.)
2. αυτός που δεν έχει όνομα, ανώνυμος
3. αυτός που αγνοεί το όνομα κάποιου («οὐδέ τις ἔσται τῆς λυρικῆς Σαπφοῡς νώνυμος ἠέλιος», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. νώνυμος < στερητ. πρόθημα νη- + -ώνυμος (< όνυμα, αιολ. τ. του όνομα), πρβλ. αν-ώνυμος. Ο τ. νώνυμνος είναι επικός και χρησιμοποιείται όταν για μετρικούς λόγους η παραλήγουσα πρέπει να είναι μακρά (πρβλ. δίδυμοςδίδυμνος, απάλαμος—απάλαμνος). Το -ω-τών τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].