οἴσω: Difference between revisions
From LSJ
Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis
(Autenrieth) |
(28) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=see [[φέρω]]. | |auten=see [[φέρω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[οἴσω]] (Α)<br />μέλλ. του ρ. [[φέρω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρηματ. επίθ. [[οἰστός]] οδηγεί σε ένα θ. <i>οισ</i>-, άγνωστης ετυμολ., από το οποίο σχηματίζεται ο μέλλ. [[οἴσω]] του ρ. [[φέρω]]. Το θ. αυτό, που υπάρχει παρλλ. [[προς]] το θ. του ενεστ. [[φέρω]] και του αορ. <i>ἤνεγκον</i> (<b>βλ. λ.</b> [[ενεγκείν]]), έπαψε [[νωρίς]] να χρησιμοποιείται]. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:59, 29 September 2017
English (LSJ)
A v. φέρω.
Greek (Liddell-Scott)
French (Bailly abrégé)
f. de φέρω.
English (Autenrieth)
see φέρω.
Greek Monolingual
οἴσω (Α)
μέλλ. του ρ. φέρω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρηματ. επίθ. οἰστός οδηγεί σε ένα θ. οισ-, άγνωστης ετυμολ., από το οποίο σχηματίζεται ο μέλλ. οἴσω του ρ. φέρω. Το θ. αυτό, που υπάρχει παρλλ. προς το θ. του ενεστ. φέρω και του αορ. ἤνεγκον (βλ. λ. ενεγκείν), έπαψε νωρίς να χρησιμοποιείται].