μυλίτης: Difference between revisions
From LSJ
Ἐπιλανθάνονται πάντες οἱ παθόντες εὖ → Cunctis memoria est fluxa, quis factum bene est → Vergesslich alle, denen Gutes widerfährt
(6_19) |
(26) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μῠλίτης''': -ου, ὁ, = [[μυλίας]], Γαλην. ΙΙ, 96Α. ― μ. [[ὀδούς]], [[τραπεζίτης]], Ἀνέκδ. Ὀξ. 3. 82. | |lstext='''μῠλίτης''': -ου, ὁ, = [[μυλίας]], Γαλην. ΙΙ, 96Α. ― μ. [[ὀδούς]], [[τραπεζίτης]], Ἀνέκδ. Ὀξ. 3. 82. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (ΑΜ [[μυλίτης]])<br /><b>1.</b> <b>ως επίθ.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[μύλη]], σε [[μυλόπετρα]] («[[μυλίτης]] [[λίθος]]»)<br /><b>2.</b> [[τραπεζίτης]], [[γομφίος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[λίθος]] από τον οποίο κατασκευάζονται οι μυλόπετρες<br /><b>2.</b> [[μυλόπετρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύλη]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ίτης]] (<b>πρβλ.</b> [[στυλ]]-[[ίτης]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:00, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ,
A = μυλίας, λίθος Gal.10.958,19.118, Procop.Aed.2.5.4. II molar tooth, Gal.14.722.
German (Pape)
[Seite 217] ὁ, = μυλίας, – a) λίθος, Mühlstein, Hdn. 3, 1, 14. – b) ὀδούς, Backenzahn, wie μύλακροι.
Greek (Liddell-Scott)
μῠλίτης: -ου, ὁ, = μυλίας, Γαλην. ΙΙ, 96Α. ― μ. ὀδούς, τραπεζίτης, Ἀνέκδ. Ὀξ. 3. 82.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ μυλίτης)
1. ως επίθ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε μύλη, σε μυλόπετρα («μυλίτης λίθος»)
2. τραπεζίτης, γομφίος
νεοελλ.
1. ο λίθος από τον οποίο κατασκευάζονται οι μυλόπετρες
2. μυλόπετρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη + επίθημα -ίτης (πρβλ. στυλ-ίτης)].