μύξων: Difference between revisions

From LSJ

Ὀίκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → The person who is well satisfied should stay at home.

Aeschylus, fr. 317
(6_22)
(26)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μύξων''': -ωνος, ὁ, [[εἶδος]] ἰχθύος, = [[χελών]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 17, 3· ἀλλὰ διακρίνεται ἀπ’ [[αὐτοῦ]], [[αὐτόθι]] 5. 11, 3 ([[ἔνθα]] τινὰ τῶν Ἀντιγράφ. ἔχουσι [[σμύξων]], καὶ ὁ Ἀθήν. 306F [[μύξος]]).
|lstext='''μύξων''': -ωνος, ὁ, [[εἶδος]] ἰχθύος, = [[χελών]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 17, 3· ἀλλὰ διακρίνεται ἀπ’ [[αὐτοῦ]], [[αὐτόθι]] 5. 11, 3 ([[ἔνθα]] τινὰ τῶν Ἀντιγράφ. ἔχουσι [[σμύξων]], καὶ ὁ Ἀθήν. 306F [[μύξος]]).
}}
{{grml
|mltxt=[[μύξων]], -ωνος, ὁ (Α)<br />[[είδος]] ψαριού, πιθ. το [[ψάρι]] [[μύλλος]] ο [[φαιός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύξα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ων</i>. Το [[ψάρι]] ονομάστηκε [[έτσι]] λόγω της γλοιώδους υφής του (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>mung</i><i>ō</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:00, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μύξων Medium diacritics: μύξων Low diacritics: μύξων Capitals: ΜΥΞΩΝ
Transliteration A: mýxōn Transliteration B: myxōn Transliteration C: mykson Beta Code: mu/cwn

English (LSJ)

ωνος, ὁ, a kind of

   A grey mullet, Mugil saliens or M. auratus, Arist.HA570b2, 543b15 (cf. μύξος).

German (Pape)

[Seite 218] ωνος, ὁ, = μύξινος, Arist. H. A. 6, 17. S. auch μύξος.

Greek (Liddell-Scott)

μύξων: -ωνος, ὁ, εἶδος ἰχθύος, = χελών, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 17, 3· ἀλλὰ διακρίνεται ἀπ’ αὐτοῦ, αὐτόθι 5. 11, 3 (ἔνθα τινὰ τῶν Ἀντιγράφ. ἔχουσι σμύξων, καὶ ὁ Ἀθήν. 306F μύξος).

Greek Monolingual

μύξων, -ωνος, ὁ (Α)
είδος ψαριού, πιθ. το ψάρι μύλλος ο φαιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύξα + κατάλ. -ων. Το ψάρι ονομάστηκε έτσι λόγω της γλοιώδους υφής του (πρβλ. λατ. mungō)].