μυρρίς: Difference between revisions

From LSJ

ἀφυής πρὸς ταύτην τὴν σκέψιν → wanting wit for that speculation

Source
(Bailly1_3)
(26)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ίδος (ἡ) :<br />sorte de plante semblable au myrte.<br />'''Étymologie:''' [[μύρρα]].
|btext=ίδος (ἡ) :<br />sorte de plante semblable au myrte.<br />'''Étymologie:''' [[μύρρα]].
}}
{{grml
|mltxt=η (Α [[μυρρίς]] και [[μυρίς]])<br />αρωματικό [[φυτό]] με καρπούς που έχουν [[οσμή]] ανίθου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύρρα]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίς</i>, -[[ίδος]] (<b>πρβλ.</b> [[μυρίς]], αναλογικά [[προς]] το [[μύρον]])].
}}
}}

Revision as of 12:01, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυρρίς Medium diacritics: μυρρίς Low diacritics: μυρρίς Capitals: ΜΥΡΡΙΣ
Transliteration A: myrrís Transliteration B: myrris Transliteration C: myrris Beta Code: murri/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A sweet cicely, Myrrhis odorata, Dsc.4.115: μυρίς, Thphr.CP6.9.3.

Greek (Liddell-Scott)

μυρρίς: -ίδος, ἡ, φυτόν τι τῷ καυλῷ καὶ τοῖς φύλλοις ὅμοιον κωνείῳ, myrrhis odorata, Διοσκ. 4. 116˙ μυρὶς παρὰ Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 9, 3.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
sorte de plante semblable au myrte.
Étymologie: μύρρα.

Greek Monolingual

η (Α μυρρίς και μυρίς)
αρωματικό φυτό με καρπούς που έχουν οσμή ανίθου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρρα + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. μυρίς, αναλογικά προς το μύρον)].