μυρσινοειδής: Difference between revisions
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
(Bailly1_3) |
(26) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />semblable au myrte.<br />'''Étymologie:''' [[μύρσινος]], [[εἶδος]]. | |btext=ής, ές :<br />semblable au myrte.<br />'''Étymologie:''' [[μύρσινος]], [[εἶδος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές (Α [[μυρσινοειδής]], -ές)<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] όμοιος με τη [[μυρσίνη]]<br /><b>2.</b> (για [[χειρουργική]] [[τομή]]) αυτή που έχει [[σχήμα]] φύλλου μυρσίνης<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα μυρσινοειδή</i><br /><b>βοτ.</b> [[οικογένεια]] δικοτυλήδονων [[φυτών]], αλλ. [[μυρσινίδες]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μυρσινοειδές</i><br />η [[κληματίδα]], το [[κλαδί]] της κληματαριάς. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μυρσινοειδῶς</i> (ΑΜ)<br />με τρόπο μυρσινοειδή, δηλ. χειρουργ. [[εκτομή]] σε [[σχήμα]] και [[μέγεθος]] φύλλου μυρσίνης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύρσινος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:01, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A myrtle-like, ὄζοι h.Merc.81, cf. Gal.12.31. II Medic., shaped like a myrtle leaf, of an incision, Antyll. ap. Orib.44.23.47, Aët.15.5. Adv. -δῶς Heliod. ap. Orib.44.8.24, Gal.10.886, Hippiatr. 16. III μυρσινοειδές, τό, = κληματίς, Dsc.4.7.
German (Pape)
[Seite 222] ές, myrthenähnlich, -artig; ὄζοι, H. h. Merc. 81; Galen. im adv.
Greek (Liddell-Scott)
μυρσῐνοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς μυρσίνην, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 81. Ἐπίρρ. -δῶς, Γαλην.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
semblable au myrte.
Étymologie: μύρσινος, εἶδος.
Greek Monolingual
-ές (Α μυρσινοειδής, -ές)
1. αυτός που είναι όμοιος με τη μυρσίνη
2. (για χειρουργική τομή) αυτή που έχει σχήμα φύλλου μυρσίνης
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μυρσινοειδή
βοτ. οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών, αλλ. μυρσινίδες
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ μυρσινοειδές
η κληματίδα, το κλαδί της κληματαριάς.
επίρρ...
μυρσινοειδῶς (ΑΜ)
με τρόπο μυρσινοειδή, δηλ. χειρουργ. εκτομή σε σχήμα και μέγεθος φύλλου μυρσίνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρσινος + -ειδής].