νακτός: Difference between revisions

From LSJ

ἄπαγ' ἐς μακαρίαν ἐκποδών → get lost, buzz off, on yer bike, bug off, bugger off, clear out, clear off, take a hike, beat it, scram, get out of here, get outta here

Source
(Bailly1_3)
(26)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />foulé.<br />'''Étymologie:''' [[νάσσω]].
|btext=ή, όν :<br />foulé.<br />'''Étymologie:''' [[νάσσω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[νακτός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> [[συμπυκνωμένος]], [[πυκνός]], [[συμπαγής]], [[στερεός]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ νακτά</i><br />οι «πίλοι», τα πιλήματα, [[δηλαδή]] μαλλιά συμπιεσμένα, υφάσματα από συμπιεσμένα μαλλιά, κν. [[κετσές]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>νακ</i>- του ρ. [[νάσσω]] «[[πιέζω]], [[συσσωρεύω]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μακ</i>-<i>τός</i>, <i>σφακ</i>-<i>τός</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:01, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νακτός Medium diacritics: νακτός Low diacritics: νακτός Capitals: ΝΑΚΤΟΣ
Transliteration A: naktós Transliteration B: naktos Transliteration C: naktos Beta Code: nakto/s

English (LSJ)

ή, όν, (νάσσω)

   A close-pressed, solid, ἄμμου χώμασι νακτῆς Plu. CG7; τὰ νακτά felt, Hsch.    II dub. sens. in CRAcad.Inscr.1930.213 (Susa, i B.C.).

German (Pape)

[Seite 228] zusammengedichtet, gefilzt, Plut. C. Graech. 7; gewalkt, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

νακτός: -ή, -όν, συμπεπυκνωμένος, πυκνός, στερεός, χώμασι νακτοῖς (κατὰ Schäf. ἀντὶ χώμασιν ἀκτοῖς) Πλουτ. Γ. Γράκχ. 7· τὰ νακτά, συμπεπιλημένα ἔρια, «νακτά· τοὺς πίλους. καὶ τὰ ἐμπίλια» Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
foulé.
Étymologie: νάσσω.

Greek Monolingual

νακτός, -ή, -όν (Α)
1. συμπυκνωμένος, πυκνός, συμπαγής, στερεός
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ νακτά
οι «πίλοι», τα πιλήματα, δηλαδή μαλλιά συμπιεσμένα, υφάσματα από συμπιεσμένα μαλλιά, κν. κετσές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νακ- του ρ. νάσσω «πιέζω, συσσωρεύω» + επίθημα -τός (πρβλ. μακ-τός, σφακ-τός)].