νέοικος: Difference between revisions

From LSJ

κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)

Source
(SL_2)
(26)
Line 18: Line 18:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[νέοικος]], -ον</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[new]] founded ὃν πατέρ' Ἄκρων ἐκάρυξε καὶ τὰν νέοικον ἕδραν (sc. Ψαῦμις, of Kamarina, refounded in 461 B. C.) (O. 5.8)
|sltr=[[νέοικος]], -ον</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[new]] founded ὃν πατέρ' Ἄκρων ἐκάρυξε καὶ τὰν νέοικον ἕδραν (sc. Ψαῦμις, of Kamarina, refounded in 461 B. C.) (O. 5.8)
}}
{{grml
|mltxt=[[νέοικος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που απέκτησε [[κατοικία]] πρόσφατα, ο [[νέος]] [[κάτοικος]] ή ο [[νέος]] [[πολίτης]]<br /><b>2.</b> αυτός που οικοδομήθηκε πρόσφατα, [[νεόκτιστος]], [[νεόδμητος]] («καὶ ὅν πατέρ' Ἄκρων 'ἐκάρυξε καὶ τὰν νέοικον ἕδραν», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[οἶκος]].
}}
}}

Revision as of 12:02, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νέοικος Medium diacritics: νέοικος Low diacritics: νέοικος Capitals: ΝΕΟΙΚΟΣ
Transliteration A: néoikos Transliteration B: neoikos Transliteration C: neoikos Beta Code: ne/oikos

English (LSJ)

ον,

   A newly housed, a new denizen, Epich.12.    II newly built, ἕδρα Pi.O.5.8.

German (Pape)

[Seite 242] neu augebau't, ἕδρα, Pind. Ol. 5, 8. – Auch = νεαπολίτης, Epicharm. bei Poll. 9, 26.

Greek (Liddell-Scott)

νέοικος: -ον, ὁ νεωστὶ κτησάμενος οἶκος, νέος πολίτης, Ἐπίχ. παρὰ Πολυδ. Θ΄, 26. ΙΙ. ὁ νεωστὶ οἰκοδομηθείς, νεόκτιστος, ἕδρα Πινδ. Ο. 5. 19.

English (Slater)

νέοικος, -ον
   1 new founded ὃν πατέρ' Ἄκρων ἐκάρυξε καὶ τὰν νέοικον ἕδραν (sc. Ψαῦμις, of Kamarina, refounded in 461 B. C.) (O. 5.8)

Greek Monolingual

νέοικος, -ον (Α)
1. αυτός που απέκτησε κατοικία πρόσφατα, ο νέος κάτοικος ή ο νέος πολίτης
2. αυτός που οικοδομήθηκε πρόσφατα, νεόκτιστος, νεόδμητος («καὶ ὅν πατέρ' Ἄκρων 'ἐκάρυξε καὶ τὰν νέοικον ἕδραν», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + οἶκος.