νεοσφαγής: Difference between revisions

From LSJ

θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων → death is the last healer of sicknesses

Source
(Bailly1_3)
(26)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />récemment égorgé.<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[σφάζω]].
|btext=ής, ές :<br />récemment égorgé.<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[σφάζω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[νεοσφαγής]], -ές (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που σφάχθηκε πρόσφατα («τέθνηκεν [[ἀρτίως]] [[νεοσφαγής]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[αίμα]]) αυτό που χύθηκε πρόσφατα<br /><b>3.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) αυτός που συνέβη πρόσφατα («νεοσφαγῆ τοῡτόν γε... φόνον», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σφαγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σφάττω]]), <b>πρβλ.</b> <i>αυτο</i>-<i>σφαγής</i>].
}}
}}

Revision as of 12:02, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεοσφᾰγής Medium diacritics: νεοσφαγής Low diacritics: νεοσφαγής Capitals: ΝΕΟΣΦΑΓΗΣ
Transliteration A: neosphagḗs Transliteration B: neosphagēs Transliteration C: neosfagis Beta Code: neosfagh/s

English (LSJ)

ές,

   A fresh-slaughtered, S.Tr.1130, Aj.898, E.Hec.894; νεοσφαγῆ που τόνδε προσλεύσσων φόνον S.Aj.546.

German (Pape)

[Seite 245] ές, neu, eben erst geschlachtet, getödtet; Soph. Ai. 882 Trach. 1120; auch φόνος, Ai. 542; Eur. Hec. 894; Sp., wie Hermogen. de stat. 2, σῶμα.

Greek (Liddell-Scott)

νεοσφᾰγής: -ές, ὁ νεωστὶ σφαγεὶς, τέθνηκεν ἀρτίως νεοσφαγὴς Σοφ. Τρ. 1130, Αἴ. 898, τῆς νεοσφαγοῦς Πολυξένης Εὐρ. Ἑκ. 894· ὁ νεωστὶ χυθείς, νεοσφαγῆ που τόνδε προσλεύσσων φόνον Σοφ. Αἴ. 546.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
récemment égorgé.
Étymologie: νέος, σφάζω.

Greek Monolingual

νεοσφαγής, -ές (Α)
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που σφάχθηκε πρόσφατα («τέθνηκεν ἀρτίως νεοσφαγής», Σοφ.)
2. (για αίμα) αυτό που χύθηκε πρόσφατα
3. (κατ' επέκτ.) αυτός που συνέβη πρόσφατα («νεοσφαγῆ τοῡτόν γε... φόνον», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -σφαγής (< σφάττω), πρβλ. αυτο-σφαγής].