νομιστός: Difference between revisions

From LSJ

κατατρίβω τὸ τῆς ἀρετῆς ὄνομαhave the name of virtue always on one's tongue

Source
(Bailly1_3)
(27)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />pensé, réputé, supposé.<br />'''Étymologie:''' [[νομίζω]].
|btext=ή, όν :<br />pensé, réputé, supposé.<br />'''Étymologie:''' [[νομίζω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[νομιστός]], -ή, -όν (Α) [[νομίζω]]<br /><b>1.</b> ο νομιζόμενος, ο [[συνηθισμένος]], αυτός που γίνεται [[κατά]] [[συνήθεια]]<br /><b>2.</b> [[συμβατικός]], [[κατά]] [[συνθήκη]], [[κατά]] [[σύμβαση]] («οὐδὲ τῶν προειρημένων τι ἔστι φύσει τοῑον ἢ τοῑον, νομιστὰ δὲ [[πάντα]] καὶ [[πρός]] τι», Σέξτ. Εμπ.).
}}
}}

Revision as of 12:03, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νομιστός Medium diacritics: νομιστός Low diacritics: νομιστός Capitals: ΝΟΜΙΣΤΟΣ
Transliteration A: nomistós Transliteration B: nomistos Transliteration C: nomistos Beta Code: nomisto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A customary, Orac. ap. Phleg.Fr.36.10J.    II conventional, ν. πάντα καὶ πρός τι S.E.P.3.232.

Greek (Liddell-Scott)

νομιστός: -ή, -όν, νομιζόμενος, οὐδὲ ὁ θάνατος τῶν φύσει δεινῶν εἶναι νομίζοιτο ἄν, ὥσπερ οὐδὲ τὸ ζῆν τῶν φύσει καλῶν..., νομιστὰ δὲ πάντα Σέξτ. Ἐμπειρ. ΙΙ. 3, 24, 232, σελ. 186.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
pensé, réputé, supposé.
Étymologie: νομίζω.

Greek Monolingual

νομιστός, -ή, -όν (Α) νομίζω
1. ο νομιζόμενος, ο συνηθισμένος, αυτός που γίνεται κατά συνήθεια
2. συμβατικός, κατά συνθήκη, κατά σύμβαση («οὐδὲ τῶν προειρημένων τι ἔστι φύσει τοῑον ἢ τοῑον, νομιστὰ δὲ πάντα καὶ πρός τι», Σέξτ. Εμπ.).