νόσανσις: Difference between revisions

From LSJ

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
(6_9)
(27)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''νόσανσις''': ἡ, (ὡς εἰ ἐκ ῥημ. νοσαίνω) τὸ νὰ ἀσθενήσῃ τις, ἀντιθ. τῷ [[ὑγίανσις]], Ἀριστ. Φυσ. 5. 6, 5· καὶ ὡς διάφ. γραφὴ ἀντὶ τοῦ [[νόσωσις]], [[αὐτόθι]] 5. 5, 3.
|lstext='''νόσανσις''': ἡ, (ὡς εἰ ἐκ ῥημ. νοσαίνω) τὸ νὰ ἀσθενήσῃ τις, ἀντιθ. τῷ [[ὑγίανσις]], Ἀριστ. Φυσ. 5. 6, 5· καὶ ὡς διάφ. γραφὴ ἀντὶ τοῦ [[νόσωσις]], [[αὐτόθι]] 5. 5, 3.
}}
{{grml
|mltxt=[[νόσανσις]], ἡ (Α)<br />το να ασθενεί [[κάποιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. έχει σχηματιστεί από ένα αμάρτυρο ρ. <i>νοσαίνω</i>, [[κατά]] το [[σχήμα]] [[υγίανσις]]: [[υγιαίνω]]].
}}
}}

Revision as of 12:03, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νόσανσις Medium diacritics: νόσανσις Low diacritics: νόσανσις Capitals: ΝΟΣΑΝΣΙΣ
Transliteration A: nósansis Transliteration B: nosansis Transliteration C: nosansis Beta Code: no/sansis

English (LSJ)

εως, ἡ, (as if from *νοσαίνω)

   A falling sick, opp. ὑγίανσις, Arist.Ph.230a22, Plot.6.3.22 and 23; v.l. for νόσωσις, Arist. Ph.229a26.

German (Pape)

[Seite 263] ἡ, das Erkranken, Krankwerden, Ggstz ὑγίανσις, Arist. phys. ausc. 5, 5. (Das Verbum νοσαίνω kommt nicht vor.)

Greek (Liddell-Scott)

νόσανσις: ἡ, (ὡς εἰ ἐκ ῥημ. νοσαίνω) τὸ νὰ ἀσθενήσῃ τις, ἀντιθ. τῷ ὑγίανσις, Ἀριστ. Φυσ. 5. 6, 5· καὶ ὡς διάφ. γραφὴ ἀντὶ τοῦ νόσωσις, αὐτόθι 5. 5, 3.

Greek Monolingual

νόσανσις, ἡ (Α)
το να ασθενεί κάποιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από ένα αμάρτυρο ρ. νοσαίνω, κατά το σχήμα υγίανσις: υγιαίνω].