νυκτιλαμπής: Difference between revisions
Μηδέποτε πειρῶ δύο φίλων εἶναι κριτής → Ne recipe amicos inter arbitrium duos → Versuche nie, zu schlichten zweier Freunde Streit
(Bailly1_3) |
(27) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />qui brille la nuit.<br />'''Étymologie:''' [[νύξ]], [[λάμπω]]. | |btext=ής, ές :<br />qui brille la nuit.<br />'''Étymologie:''' [[νύξ]], [[λάμπω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[νυκτιλαμπής]], -ές (Α)<br />αυτός που λάμπει τη [[νύχτα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νυκτι</i>- (<b>βλ.</b> ετυμολ. λ. [[νύχτα]]) <span style="color: red;">+</span> -[[λαμπής]] (<span style="color: red;"><</span> [[λάμπω]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:03, 29 September 2017
English (LSJ)
ές, (λάμπω) epith. of the ark of Danae, δούρατι νυκτιλαμπεῖ dub. l. in Simon.37.8.
Greek (Liddell-Scott)
νυκτῐλαμπής: -ές, (λάμπω) ἐν Σιμων. 37 [50] κοινῶς λαμβάνεται ὡς ἐπίθ. τῆς λάρνακος τῆς Δανάης, δώματι νυκτιλαμπεῖ, δηλ. λαμπομένῳ ὑπὸ τῆς νυκτός, τουτέστι σκοτεινῷ, ἀμαυρῷ· ὁ Schneidewin ὅμως (Ἀποσπ. 50) συνάπτει τὸ νυκτιλαμπεῖ πρὸς τὸ δνόφῳ· καθ’ ἑκατέραν ἑρμηνείαν ὑπάρχει ἀντίφρασις οὐχὶ ἀσυνήθης παρὰ τοῖς λυρ. καὶ τραγ. ποιηταῖς, Ἕρμ. εἰς Αἰσχύλ. Εὐμ. 379, Erf. εἰς Σοφ. Ο. Τ. 420, Seidl. εἰς Εὐρ. Τρῳ. 566, Ι. Τ. 110. Ἐν τῇ ἐκδ. τοῦ Bergk οἱ στίχοι, ἐν οἷς ἡ λέξις νυκτιλαμπής, ἔλαβον ὅλως ἀλλοίαν μορφήν: «σὺ δ’ ἀωτεῖς· γαλαθηνῷ τ’ ἤτορι κνώσσεις ἐν ἀτερπεῖ δούρατι χαλκεογόμφῳ, νυκτὶ ἀλαμπεῖ κυανέῳ τε δνόφῳ σταλεὶς» ἀντὶ «... ἐν ἀτερπεῖ δώματι, χαλκεογόμφῳ δέ, νυκτιλαμπεῖ κτλ.»
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui brille la nuit.
Étymologie: νύξ, λάμπω.
Greek Monolingual
νυκτιλαμπής, -ές (Α)
αυτός που λάμπει τη νύχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι- (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + -λαμπής (< λάμπω)].