παλαιμοσύνη: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
(9)
 
(30)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=palaimosu/nh
|Beta Code=palaimosu/nh
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> v. [[παλαισμοσύνη]].</span>
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> v. [[παλαισμοσύνη]].</span>
}}
{{grml
|mltxt=[[παλαιμοσύνη]] και [[παλαισμοσύνη]], ἡ (Α)<br />η [[τέχνη]] του [[παλαιστή]], η [[πάλη]] («πύξ τε παλαισμοσύνῃ τε καὶ ἅλμασιν», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Παλαίμων]] (ΙΙ) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>σύνη</i>, ενώ κατ' άλλους το ουσ. παράγεται απευθείας από το ρ. [[παλαίω]] (<b>πρβλ.</b> <i>ιππο</i>-<i>σύνη</i>, <i>τοξο</i>-<i>σύνη</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:03, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλαιμοσύνη Medium diacritics: παλαιμοσύνη Low diacritics: παλαιμοσύνη Capitals: ΠΑΛΑΙΜΟΣΥΝΗ
Transliteration A: palaimosýnē Transliteration B: palaimosynē Transliteration C: palaimosyni Beta Code: palaimosu/nh

English (LSJ)

   A v. παλαισμοσύνη.

Greek Monolingual

παλαιμοσύνη και παλαισμοσύνη, ἡ (Α)
η τέχνη του παλαιστή, η πάλη («πύξ τε παλαισμοσύνῃ τε καὶ ἅλμασιν», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Παλαίμων (ΙΙ) + κατάλ. -σύνη, ενώ κατ' άλλους το ουσ. παράγεται απευθείας από το ρ. παλαίω (πρβλ. ιππο-σύνη, τοξο-σύνη)].