περίκουρος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίονἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him

Source
(6_15)
(32)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περίκουρος''': -ον, ([[περικείρω]]) ὁ περικεκαρμένος, ἐπὶ τοῦ προσωπείου γυναικὸς δούλης ἐν τῇ κωμῳδίᾳ, [[Πολυδ]]. Δ΄, 151. ΙΙ. ὁ κυκλωθεὶς καὶ αἰχμαλωτισθείς, «περίκουροι· οἱ ἐκ τοῦ κυκλωθῆναι ἁλισκόμενοι ἐν ταῖς μάχαις» Ἡσύχ.· [[οὕτως]] ἀμφίκουρο, «[[ἀμφίκουρος]] δὲ ἣν [[ἑκατέρωθεν]] ἄνδρες περιλάβωσιν» Σουΐδ.
|lstext='''περίκουρος''': -ον, ([[περικείρω]]) ὁ περικεκαρμένος, ἐπὶ τοῦ προσωπείου γυναικὸς δούλης ἐν τῇ κωμῳδίᾳ, [[Πολυδ]]. Δ΄, 151. ΙΙ. ὁ κυκλωθεὶς καὶ αἰχμαλωτισθείς, «περίκουροι· οἱ ἐκ τοῦ κυκλωθῆναι ἁλισκόμενοι ἐν ταῖς μάχαις» Ἡσύχ.· [[οὕτως]] ἀμφίκουρο, «[[ἀμφίκουρος]] δὲ ἣν [[ἑκατέρωθεν]] ἄνδρες περιλάβωσιν» Σουΐδ.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α [[περικείρω]]<br /><b>1.</b> (για [[προσωπείο]] δούλας στην [[κωμωδία]]) κουρεμένος [[ολόγυρα]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> αυτός που κυκλώθηκε και αιχμαλωτίστηκε από κάποιον.
}}
}}

Revision as of 12:04, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίκουρος Medium diacritics: περίκουρος Low diacritics: περίκουρος Capitals: ΠΕΡΙΚΟΥΡΟΣ
Transliteration A: períkouros Transliteration B: perikouros Transliteration C: perikouros Beta Code: peri/kouros

English (LSJ)

ον, (περικείρω)

   A shorn all round, of the female slave's mask in Comedy, Poll.4.151.    II surrounded and taken prisoner, Hsch.

German (Pape)

[Seite 580] rings umher beschoren, mit rings abgeschnittenem Haar, Poll. – Nach Hesych. = umringt in der Schlacht u. abgeschnitten, u. dadurch zum Kriegsgefangenen gemacht, wie ἀμφίκουρος bei Suid.

Greek (Liddell-Scott)

περίκουρος: -ον, (περικείρω) ὁ περικεκαρμένος, ἐπὶ τοῦ προσωπείου γυναικὸς δούλης ἐν τῇ κωμῳδίᾳ, Πολυδ. Δ΄, 151. ΙΙ. ὁ κυκλωθεὶς καὶ αἰχμαλωτισθείς, «περίκουροι· οἱ ἐκ τοῦ κυκλωθῆναι ἁλισκόμενοι ἐν ταῖς μάχαις» Ἡσύχ.· οὕτως ἀμφίκουρο, «ἀμφίκουρος δὲ ἣν ἑκατέρωθεν ἄνδρες περιλάβωσιν» Σουΐδ.

Greek Monolingual

-ον, Α περικείρω
1. (για προσωπείο δούλας στην κωμωδία) κουρεμένος ολόγυρα
2. (κατά τον Ησύχ.) αυτός που κυκλώθηκε και αιχμαλωτίστηκε από κάποιον.