παντώνυμος: Difference between revisions
From LSJ
ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water
(6_18) |
(30) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παντώνῠμος''': -ον, παρὰ πᾶσιν [[ὀνομαστός]], [[ἔνδοξος]], Συλλ. Ἐπιγραφ. 4709. | |lstext='''παντώνῠμος''': -ον, παρὰ πᾶσιν [[ὀνομαστός]], [[ἔνδοξος]], Συλλ. Ἐπιγραφ. 4709. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />ο [[ονομαστός]] σε όλους, [[ξακουστός]], [[ένδοξος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παντ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ώνυμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄνυμα]], αιολ. τ. του [[ὄνομα]]), <b>πρβλ.</b> <i>πολυ</i>-<i>ώνυμος</i>. Το -<i>ω</i>- του τ. οφείλεται σε [[έκταση]] λόγω συνθέσεως]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:04, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A all-celebrated, Epigr. Gr.415 (Egypt).
Greek (Liddell-Scott)
παντώνῠμος: -ον, παρὰ πᾶσιν ὀνομαστός, ἔνδοξος, Συλλ. Ἐπιγραφ. 4709.
Greek Monolingual
-ον, Α
ο ονομαστός σε όλους, ξακουστός, ένδοξος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)- + -ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. του ὄνομα), πρβλ. πολυ-ώνυμος. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].