παλίνδικος: Difference between revisions

From LSJ

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
(6_17)
(30)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πᾰλίνδῐκος''': -ον, ὁ [[πάλιν]] περὶ τῶν αὐτῶν δικαζόμενος, ἢ ὁ [[πολλάκις]] δικαζόμενος, Κράτης ἐν Ἀδήλ. 15. ΙΙ. ὁ [[ἐναντίον]] τοῦ νόμου ἐνεργῶν, [[παράνομος]], = [[βίαιος]], Δημ. παρὰ [[Πολυδ]]. Η΄, 26.
|lstext='''πᾰλίνδῐκος''': -ον, ὁ [[πάλιν]] περὶ τῶν αὐτῶν δικαζόμενος, ἢ ὁ [[πολλάκις]] δικαζόμενος, Κράτης ἐν Ἀδήλ. 15. ΙΙ. ὁ [[ἐναντίον]] τοῦ νόμου ἐνεργῶν, [[παράνομος]], = [[βίαιος]], Δημ. παρὰ [[Πολυδ]]. Η΄, 26.
}}
{{grml
|mltxt=[[παλίνδικος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δικάζεται [[πάλι]]<br /><b>2.</b> αυτός που ενεργεί [[παρά]] τον νόμο, [[παράνομος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δικος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δίκη]])].
}}
}}

Revision as of 12:04, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλίνδῐκος Medium diacritics: παλίνδικος Low diacritics: παλίνδικος Capitals: ΠΑΛΙΝΔΙΚΟΣ
Transliteration A: palíndikos Transliteration B: palindikos Transliteration C: palindikos Beta Code: pali/ndikos

English (LSJ)

ον,

   A litigious, Crates Com.51.

German (Pape)

[Seite 450] einen Rechtshandel von Neuem anfangend, Crates com. bei Poll. 8, 26, vgl. 6, 164.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλίνδῐκος: -ον, ὁ πάλιν περὶ τῶν αὐτῶν δικαζόμενος, ἢ ὁ πολλάκις δικαζόμενος, Κράτης ἐν Ἀδήλ. 15. ΙΙ. ὁ ἐναντίον τοῦ νόμου ἐνεργῶν, παράνομος, = βίαιος, Δημ. παρὰ Πολυδ. Η΄, 26.

Greek Monolingual

παλίνδικος, -ον (Α)
1. αυτός που δικάζεται πάλι
2. αυτός που ενεργεί παρά τον νόμο, παράνομος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -δικος (< δίκη)].