πολύϊδρις: Difference between revisions

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
(Bailly1_4)
(33)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ιος, ion. εως (ὁ, ἡ)<br />celui <i>ou</i> celle qui sait beaucoup, prudent, habile.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], εἴδω.
|btext=ιος, ion. εως (ὁ, ἡ)<br />celui <i>ou</i> celle qui sait beaucoup, prudent, habile.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], εἴδω.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, ἡ, και ιων. τ. [[πολυΐδριος]] -ον, Α<br /><b>1.</b> [[πολυΐδμων]]<br /><b>2.</b> πολύ [[συνετός]]<br /><b>3.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[πανούργος]] («καὶ λέγεται [[φαρμακεία]] [[εἶναι]], διὰ τὸ [[πολύϊδρις]] [[εἶναι]]», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἴδρις]] «[[γνώστης]]» (<span style="color: red;"><</span> [[οἶδα]]), <b>πρβλ.</b> <i>α</i>-<i>ΐδρις</i>].
}}
}}

Revision as of 12:05, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύϊδρις Medium diacritics: πολύϊδρις Low diacritics: πολύϊδρις Capitals: ΠΟΛΥΪΔΡΙΣ
Transliteration A: polýïdris Transliteration B: poluidris Transliteration C: polyidris Beta Code: polu/i+dris

English (LSJ)

Ion. gen. ιος, Att. εως, ὁ, ἡ,

   A of much knowledge, wisdom, Od.15.459, 23.82, Hes.Th.616, Alc.Supp.7.7, Ar.Eq.1068 (hex.); σίττη Arist.HA616b24, etc.; dat. πολυΐδριδι Sapph. 166.

German (Pape)

[Seite 663] ιος, att. εως, viel wissend, viel kundig, klug, listig; Od. 15, 459. 23, 82; Hes. Th. 616; Sappho in E. M. hat auch den dat. πολυΐδριδι.

Greek (Liddell-Scott)

πολύϊδρις: Ἰων. γεν. ιος, Ἀττ. εως, ὁ, ἡ, ὁ πολλὰ εἰδώς, πολυειδήμων, πολύπειρος, Ὀδ. Ο. 459, Ψ. 82, Ἡσ. Θεογ. 616, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1068, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 17, 1· ― δοτ. πολυΐδριδι Σαπφὼ 158.

French (Bailly abrégé)

ιος, ion. εως (ὁ, ἡ)
celui ou celle qui sait beaucoup, prudent, habile.
Étymologie: πολύς, εἴδω.

Greek Monolingual

ὁ, ἡ, και ιων. τ. πολυΐδριος -ον, Α
1. πολυΐδμων
2. πολύ συνετός
3. (κατ' επέκτ.) πανούργος («καὶ λέγεται φαρμακεία εἶναι, διὰ τὸ πολύϊδρις εἶναι», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ἴδρις «γνώστης» (< οἶδα), πρβλ. α-ΐδρις].