ὀπιδνός: Difference between revisions

From LSJ

ἔνθα μὲν οὔτε βοῶν οὔτ' ἀνδρῶν φαίνετο ἔργα → from there no works of men or oxen appeared

Source
(6_10)
(29)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀπιδνός''': -ή, -όν, [[φοβερός]], [[ἐπίφοβος]], Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 292. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀπιδνή· φοβερά. πονηρά».
|lstext='''ὀπιδνός''': -ή, -όν, [[φοβερός]], [[ἐπίφοβος]], Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 292. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀπιδνή· φοβερά. πονηρά».
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀπιδνός]], -ή, -όν (Α)<br />[[φοβερός]], [[τρομακτικός]], [[επίφοβος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[ὀπίζομαι]] (Ι) (<span style="color: red;"><</span> <i>ὀπίδjομαι</i> <span style="color: red;"><</span> [[ὄπις]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>νός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>αλαπαδ</i>-<i>νός</i>, <i>τερπ</i>-<i>νός</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:05, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀπιδνός Medium diacritics: ὀπιδνός Low diacritics: οπιδνός Capitals: ΟΠΙΔΝΟΣ
Transliteration A: opidnós Transliteration B: opidnos Transliteration C: opidnos Beta Code: o)pidno/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A dreaded, awful, A.R.2.292 (Sup.).

German (Pape)

[Seite 357] geschen't, gefürchtet, ἥτε (Στύξ) θεοῖσι ῥιγίστη πάντεσσιν ὀπιδνοτάτη τε πέλεται, Ap. Rh. 2, 292, Schol. ἐπιστροφῆς ἀξία.

Greek (Liddell-Scott)

ὀπιδνός: -ή, -όν, φοβερός, ἐπίφοβος, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 292. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀπιδνή· φοβερά. πονηρά».

Greek Monolingual

ὀπιδνός, -ή, -όν (Α)
φοβερός, τρομακτικός, επίφοβος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ὀπίζομαι (Ι) (< ὀπίδjομαι < ὄπις) + κατάλ. -νός (πρβλ. αλαπαδ-νός, τερπ-νός)].