ξύλωμα: Difference between revisions
From LSJ
Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand
(9) |
(27) |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=cu/lwma | |Beta Code=cu/lwma | ||
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">piece of woodwork</b>, IG11(2).163<span class="title">A</span>20,29 (Delos, iii B.C.), 12 (2).14.9 (Mytil. ; <b class="b3">ξύλομα</b> lapis).</span> | |Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">piece of woodwork</b>, IG11(2).163<span class="title">A</span>20,29 (Delos, iii B.C.), 12 (2).14.9 (Mytil. ; <b class="b3">ξύλομα</b> lapis).</span> | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το (Α [[ξύλωμα]]) [[ξυλώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[τμήμα]] του αγγειώδους συστήματος τών [[φυτών]], [[σύνθετος]] [[ιστός]] ο [[οποίος]] μεταφέρει [[νερό]] και ανόργανα [[άλατα]] εν διαλύσει από τις ρίζες στα υπόλοιπα μέρη του φυτού και παρέχει [[μηχανική]] [[υποστήριξη]] στον φυτικό οργανισμό<br /><b>αρχ.</b><br />[[τεμάχιο]] κατεργασμένου ξύλου. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:07, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A piece of woodwork, IG11(2).163A20,29 (Delos, iii B.C.), 12 (2).14.9 (Mytil. ; ξύλομα lapis).
Greek Monolingual
το (Α ξύλωμα) ξυλώ
νεοελλ.
τμήμα του αγγειώδους συστήματος τών φυτών, σύνθετος ιστός ο οποίος μεταφέρει νερό και ανόργανα άλατα εν διαλύσει από τις ρίζες στα υπόλοιπα μέρη του φυτού και παρέχει μηχανική υποστήριξη στον φυτικό οργανισμό
αρχ.
τεμάχιο κατεργασμένου ξύλου.