ὀδαγμός: Difference between revisions
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
(6_14) |
(28) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀδαγμός''': ὁ, (ὀδάξομαι) [[κνησμός]], [[ἐρεθισμός]]: οὕτω γράφεται ἡ [[λέξις]] ἐν ταῖς παλαιαῖς ἐκδόσεσι τοῦ Σοφοκλ. ἐν Τρ. 770, [[ἔνθα]] νῦν [[ἀδαγμός]]. | |lstext='''ὀδαγμός''': ὁ, (ὀδάξομαι) [[κνησμός]], [[ἐρεθισμός]]: οὕτω γράφεται ἡ [[λέξις]] ἐν ταῖς παλαιαῖς ἐκδόσεσι τοῦ Σοφοκλ. ἐν Τρ. 770, [[ἔνθα]] νῦν [[ἀδαγμός]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀδαγμός]] και, [[κατά]] τον <b>Φώτ.</b> [[ἀδαγμός]], ὁ (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) [[κνησμός]], [[φαγούρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>οδαγ</i>-, <b>πρβλ.</b> παθ. υπερσ. <i>ὠ</i>-<i>δάγ</i>-<i>μην</i>, του ρ. <i>ὀδάζω</i> / <i>ὀδάζομαι</i> «[[προκαλώ]] κνησμό, [[αισθάνομαι]] [[φαγούρα]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κηρυγ</i>-<i>μός</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:07, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ, (ὀδάξομαι)
A itching, irritation, S.Tr.770 codd.: ἀδαγμός Phot.
German (Pape)
[Seite 291] ὁ, ion. ἀδαγμός, das Beißen, Jucken, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ὀδαγμός: ὁ, (ὀδάξομαι) κνησμός, ἐρεθισμός: οὕτω γράφεται ἡ λέξις ἐν ταῖς παλαιαῖς ἐκδόσεσι τοῦ Σοφοκλ. ἐν Τρ. 770, ἔνθα νῦν ἀδαγμός.
Greek Monolingual
ὀδαγμός και, κατά τον Φώτ. ἀδαγμός, ὁ (Α)
(ποιητ. τ.) κνησμός, φαγούρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. οδαγ-, πρβλ. παθ. υπερσ. ὠ-δάγ-μην, του ρ. ὀδάζω / ὀδάζομαι «προκαλώ κνησμό, αισθάνομαι φαγούρα» + κατάλ. -μός (πρβλ. κηρυγ-μός)].