οἰσπώτη: Difference between revisions
(6_10) |
(28) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''οἰσπώτη''': ἡ, οἰῶν [[κόπρος]], ἰδίως ἡ [[κόπρος]] ἥτις προσκολλᾶται εἰς τὰ ὀπίσθια τῶν προβάτων, Κρατῖνος ἐν «Διονυσαλεξάνδρῳ» 6, Ἀριστοφ. Λυσ. 575, Δίων Κ. 46. 5, [[Πολυδ]]. Ε΄, 91· - εἰς τὴν λέξιν ταύτην, φαίνεται ἀνήκει ἡ τοῦ Γαλην. [[γλῶσσα]] ἐν τῷ Λεξ. Ἱππ., ὁ ... ταῖς κατὰ τὴν ἕδραν [θριξὶ] συνιστάμενος [[ῥύπος]], ἂν καὶ ἡ [[ἑρμηνεία]] αὕτη δίδεται εἰς τὴν λέξιν [[οἴσπη]]. Οἱ Γραμματικοὶ [[ὅμως]] φαίνεται ὅτι ὀλίγην διάκρισιν ἔκαμνον μεταξὺ τῶν λέξεων [[οἰσύπη]] (ἢ [[οἴσπη]]) καὶ [[οἰσπώτη]], ἴδε Σουΐδ. ἐν λέξ., Ἡσύχ. - [[Κατὰ]] τον Ἀρκάδ. 114, ὁ ὀρθὸς τονισμὸς [[εἶναι]] οἰσπωτή, ὡς ἐν ταῖς λέξεσι: κηρωτή, [[μηλωτή]]. | |lstext='''οἰσπώτη''': ἡ, οἰῶν [[κόπρος]], ἰδίως ἡ [[κόπρος]] ἥτις προσκολλᾶται εἰς τὰ ὀπίσθια τῶν προβάτων, Κρατῖνος ἐν «Διονυσαλεξάνδρῳ» 6, Ἀριστοφ. Λυσ. 575, Δίων Κ. 46. 5, [[Πολυδ]]. Ε΄, 91· - εἰς τὴν λέξιν ταύτην, φαίνεται ἀνήκει ἡ τοῦ Γαλην. [[γλῶσσα]] ἐν τῷ Λεξ. Ἱππ., ὁ ... ταῖς κατὰ τὴν ἕδραν [θριξὶ] συνιστάμενος [[ῥύπος]], ἂν καὶ ἡ [[ἑρμηνεία]] αὕτη δίδεται εἰς τὴν λέξιν [[οἴσπη]]. Οἱ Γραμματικοὶ [[ὅμως]] φαίνεται ὅτι ὀλίγην διάκρισιν ἔκαμνον μεταξὺ τῶν λέξεων [[οἰσύπη]] (ἢ [[οἴσπη]]) καὶ [[οἰσπώτη]], ἴδε Σουΐδ. ἐν λέξ., Ἡσύχ. - [[Κατὰ]] τον Ἀρκάδ. 114, ὁ ὀρθὸς τονισμὸς [[εἶναι]] οἰσπωτή, ὡς ἐν ταῖς λέξεσι: κηρωτή, [[μηλωτή]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[οἰσπώτη]] και οἰσπωτή, ἡ (Α)<br />[[οίσπη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για συνθ. λ. με α' συνθετικό τον τ. ὄ(<i>F</i>)<i>ις</i> «[[πρόβατο]]» ([[χωρίς]] συνδετικό φωνήεων -<i>ο</i>-) και β' συνθετικό έναν αμάρτυρο τ. <i>σπωτη</i>, η [[σύνδεση]] του οποίου με τη λ. [[σπατίλη]] «υδαρές, [[υγρό]] [[περίττωμα]]» δεν θεωρείται πιθανή. Ο [[καταβιβασμός]] του τόνου στη [[λήγουσα]] στον τ. <i>οἰσπωτή</i> αναλογικά [[προς]] τα ουσ. σε -<i>ωτή</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κηρ</i>-<i>ωτή</i>, <i>μηλ</i>-<i>ωτή</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:07, 29 September 2017
English (LSJ)
(οἰσπωτή acc. to Hdn.Gr.1.343), ἡ, = foreg., Cratin.39, Ar.Lys.575, D.C.46.5, Poll.5.91.
Greek (Liddell-Scott)
οἰσπώτη: ἡ, οἰῶν κόπρος, ἰδίως ἡ κόπρος ἥτις προσκολλᾶται εἰς τὰ ὀπίσθια τῶν προβάτων, Κρατῖνος ἐν «Διονυσαλεξάνδρῳ» 6, Ἀριστοφ. Λυσ. 575, Δίων Κ. 46. 5, Πολυδ. Ε΄, 91· - εἰς τὴν λέξιν ταύτην, φαίνεται ἀνήκει ἡ τοῦ Γαλην. γλῶσσα ἐν τῷ Λεξ. Ἱππ., ὁ ... ταῖς κατὰ τὴν ἕδραν [θριξὶ] συνιστάμενος ῥύπος, ἂν καὶ ἡ ἑρμηνεία αὕτη δίδεται εἰς τὴν λέξιν οἴσπη. Οἱ Γραμματικοὶ ὅμως φαίνεται ὅτι ὀλίγην διάκρισιν ἔκαμνον μεταξὺ τῶν λέξεων οἰσύπη (ἢ οἴσπη) καὶ οἰσπώτη, ἴδε Σουΐδ. ἐν λέξ., Ἡσύχ. - Κατὰ τον Ἀρκάδ. 114, ὁ ὀρθὸς τονισμὸς εἶναι οἰσπωτή, ὡς ἐν ταῖς λέξεσι: κηρωτή, μηλωτή.
Greek Monolingual
οἰσπώτη και οἰσπωτή, ἡ (Α)
οίσπη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για συνθ. λ. με α' συνθετικό τον τ. ὄ(F)ις «πρόβατο» (χωρίς συνδετικό φωνήεων -ο-) και β' συνθετικό έναν αμάρτυρο τ. σπωτη, η σύνδεση του οποίου με τη λ. σπατίλη «υδαρές, υγρό περίττωμα» δεν θεωρείται πιθανή. Ο καταβιβασμός του τόνου στη λήγουσα στον τ. οἰσπωτή αναλογικά προς τα ουσ. σε -ωτή (πρβλ. κηρ-ωτή, μηλ-ωτή)].