ὁμαιχμία: Difference between revisions
Πᾶσιν γὰρ εὖ φρονοῦσι συμμαχεῖ τύχη → Sapientibus Fortuna se fert opiferam → Mit allen, die klug denken, steht das Glück im Bund
(Bailly1_4) |
(28) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />alliance militaire, confédération.<br />'''Étymologie:''' [[ὅμαιχμος]]. | |btext=ας (ἡ) :<br />alliance militaire, confédération.<br />'''Étymologie:''' [[ὅμαιχμος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὁμαιχμία]], ἡ (ΑΜ, Α ιων. τ. [[ὁμαιχμία]]) [[όμαιχμος]]<br />αμυντική [[συμμαχία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «συντίθεμαί τινι ὁμαιχμίαν» — [[συνάπτω]] [[συμμαχία]] με κάποιον<br />β) «συντίθεμαι ὁμαιχμίαν [[πρός]] τινα» — [[συνάπτω]] [[συμμαχία]] [[εναντίον]] κάποιου. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:08, 29 September 2017
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ,
A union for battle, defensive alliance, league, Th.1.18, App.Gall.15 ; ὁ. συνθέσθαι τινί form a league with one, Hdt. 8.140.α' ; πρός τινα against one, Id.7.145 : pl., Anon. ap. Suid. s.v. δυσμικῶν.
German (Pape)
[Seite 329] ἡ, Speer-, d. i. Kampfgemeinschaft, Kriegsbündniß; ὁμαιχμίην συνθησομένους πρὸς τὸν Πέρσην, Her. 7, 145; 8, 140, 1; ξυνέμεινεν ἡ ὁμαιχμία, Thuc. 1, 18; Sp., wie App. Gall. 15.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμαιχμία: Ἰων. -ίη, ἡ, ἕνωσις πρὸς μάχην, ἀμυντικὴ συμμαχία, Θουκ. 1. 18· ὁμ. συντίθεμαί τινι, συνάπτω συμμαχίαν μετά τινος, Ἡρόδ. 8. 140, 1· πρός τινα, κατά τινος, ὁ αὐτ. 7. 145· ἐν τῷ πληθ., Ἀνώνυμ. παρὰ τῷ Σουΐδα ἐν λέξ. δυσμικῶν.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
alliance militaire, confédération.
Étymologie: ὅμαιχμος.
Greek Monolingual
ὁμαιχμία, ἡ (ΑΜ, Α ιων. τ. ὁμαιχμία) όμαιχμος
αμυντική συμμαχία
αρχ.
φρ. α) «συντίθεμαί τινι ὁμαιχμίαν» — συνάπτω συμμαχία με κάποιον
β) «συντίθεμαι ὁμαιχμίαν πρός τινα» — συνάπτω συμμαχία εναντίον κάποιου.