ὀμιχλώδης: Difference between revisions

From LSJ

Εἰ μὲν ἐπ' ἀμφοτέροισιν, Ἔρως, ἴσα τόξα τιταίνεις, εἶ θεός (Rufinus, Greek Anthology 5.97) → If, Eros, you're stretching your bow at both equally, then you're a god.

Source
(6_7)
(28)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀμιχλώδης''': -ες, = [[ὀμιχλοειδής]], ὃ ἴδε.
|lstext='''ὀμιχλώδης''': -ες, = [[ὀμιχλοειδής]], ὃ ἴδε.
}}
{{grml
|mltxt=-ες (Α [[ὀμιχλώδης]] και [[ὁμιχλώδης]], -ῶδες) [[ομίχλη]]<br />[[γεμάτος]] [[ομίχλη]] («οὔσης δὲ τῆς ἡμέρας ὀμιχλώδους [[διαφερόντως]]», <b>Πολ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ομιχλώδης]] [[έρημος]]»<br /><b>γεωλ.</b> [[περιοχή]] της χέρσου που καλύπτεται από [[ομίχλη]] [[κατά]] τη μεγαλύτερη [[διάρκεια]] του έτους [[αλλά]] δέχεται ελάχιστες ή [[καθόλου]] βροχοπτώσεις.
}}
}}

Revision as of 12:08, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀμιχλώδης Medium diacritics: ὀμιχλώδης Low diacritics: ομιχλώδης Capitals: ΟΜΙΧΛΩΔΗΣ
Transliteration A: omichlṓdēs Transliteration B: omichlōdēs Transliteration C: omichlodis Beta Code: o)mixlw/dhs

English (LSJ)

   A v. ὀμιχλοειδής.

Greek (Liddell-Scott)

ὀμιχλώδης: -ες, = ὀμιχλοειδής, ὃ ἴδε.

Greek Monolingual

-ες (Α ὀμιχλώδης και ὁμιχλώδης, -ῶδες) ομίχλη
γεμάτος ομίχλη («οὔσης δὲ τῆς ἡμέρας ὀμιχλώδους διαφερόντως», Πολ.)
νεοελλ.
φρ. «ομιχλώδης έρημος»
γεωλ. περιοχή της χέρσου που καλύπτεται από ομίχλη κατά τη μεγαλύτερη διάρκεια του έτους αλλά δέχεται ελάχιστες ή καθόλου βροχοπτώσεις.