ὀλιγοδίαιτος: Difference between revisions
From LSJ
ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it
(6_17) |
(28) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀλῐγοδίαιτος''': -ον, ὁ διαιτώμενος μὲ ὀλίγα, [[λιτοδίαιτος]], Ἀθήν. 548F. | |lstext='''ὀλῐγοδίαιτος''': -ον, ὁ διαιτώμενος μὲ ὀλίγα, [[λιτοδίαιτος]], Ἀθήν. 548F. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ὀλιγοδίαιτος]], -ον)<br />αυτός που ζει με [[λίγα]], ο [[λιτοδίαιτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀλιγ</i>(<i>ο</i>)- (<b>βλ. λ.</b> <i>λιγο</i>-) <span style="color: red;">+</span> -<i>δίαιτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δίαιτα]]), <b>πρβλ.</b> <i>λιτο</i>-<i>δίαιτος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:08, 29 September 2017
English (LSJ)
[δῐ], ον,
A living on little, Cephisodor. ap. Caryst. 7.
German (Pape)
[Seite 320] wenig zum Lebensunterhalt brauchend, Ath.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλῐγοδίαιτος: -ον, ὁ διαιτώμενος μὲ ὀλίγα, λιτοδίαιτος, Ἀθήν. 548F.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ὀλιγοδίαιτος, -ον)
αυτός που ζει με λίγα, ο λιτοδίαιτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + -δίαιτος (< δίαιτα), πρβλ. λιτο-δίαιτος].