ὁμόλεκτρος: Difference between revisions

From LSJ

γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose

Source
(Bailly1_4)
(28)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui partage le même lit : époux, épouse.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[λέκτρον]].<br /><i><b>Syn.</b></i> [[ὁμοδέμνιος]].
|btext=ος, ον :<br />qui partage le même lit : époux, épouse.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[λέκτρον]].<br /><i><b>Syn.</b></i> [[ὁμοδέμνιος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ὁμόλεκτρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που κοιμάται ή κοιμήθηκε στο ίδιο [[κρεβάτι]] με έναν [[άλλο]]<br /><b>2.</b> (το αρσ. και θηλ. ως επίθ. και ως ουσ.) [[σύζυγος]] («[[ὁμόλεκτρος]] [[γυνή]]», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>λεκτρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λέκτρον]] «[[κρεβάτι]]»), <b>πρβλ.</b> <i>αινό</i>-<i>λεκτρος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:09, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμόλεκτρος Medium diacritics: ὁμόλεκτρος Low diacritics: ομόλεκτρος Capitals: ΟΜΟΛΕΚΤΡΟΣ
Transliteration A: homólektros Transliteration B: homolektros Transliteration C: omolektros Beta Code: o(mo/lektros

English (LSJ)

ον,

   A sharing the same bed, γυνή E.Or.508 ; but Ζηνὸς ὁμόλεκτρον κάρα, of Tyndareos, as husband of Leda, ib.476 : Subst., wife, AP7.295 (Leon.), IG12(5).307 (Paros), Ath.Mitt.49.117 (Argos).

German (Pape)

[Seite 337] von gemeinschaftlichem Bette, Gattinn, γυνή, Eur. Or. 507.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμόλεκτρος: -ον, ὁ μετέχων τῆς αὐτῆς κλίνης, ὁμόκοιτος, γυνὴ Εὐρ. Ὀρ. 508· ἀλλά, Ζηνὸς ὁμόλεκτρον κάρα, ἐπὶ τοῦ Τυνδάρεω ὡς συζύγου τῆς Λήδας, μεθ’ ἧς ἐκοιμήθη καὶ ὁ Ζεύς, αὐτόθι 476.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui partage le même lit : époux, épouse.
Étymologie: ὁμός, λέκτρον.
Syn. ὁμοδέμνιος.

Greek Monolingual

ὁμόλεκτρος, -ον (Α)
1. αυτός που κοιμάται ή κοιμήθηκε στο ίδιο κρεβάτι με έναν άλλο
2. (το αρσ. και θηλ. ως επίθ. και ως ουσ.) σύζυγοςὁμόλεκτρος γυνή», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -λεκτρος (< λέκτρον «κρεβάτι»), πρβλ. αινό-λεκτρος].