ὁμοφροσύνη: Difference between revisions
(Autenrieth) |
(29) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=[[harmony]] of [[mind]], congeniality. (Od.) | |auten=[[harmony]] of [[mind]], congeniality. (Od.) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (ΑΜ [[ὁμοφροσύνη]]) [[ομόφρων]]<br /><b>1.</b> [[σύμπνοια]], [[συμφωνία]] φρονημάτων και αισθημάτων, [[ομογνωμοσύνη]], [[ομόνοια]]<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> η [[ομόνοια]] προσωποποιημένη («βωμὸς Ὁμοφροσύνης», <b>Ανθ. Παλ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:09, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A = ὁμόνοια, unity of mind and feeling, ὁμοφροσύνην ὀπάσειαν ἐσθλὴν [θεοί] Od.6.181, cf. Orph.A.353 : pl., Od.15.198, A.R.2.716 : also in Ion. and later Prose, Democr.186, D.H.9.45, Ocell.4.6, etc.
German (Pape)
[Seite 341] ἡ, Uebereinstimmung des Denkens, der Gesinnung, Einigkeit; Od. 6, 181; ἥδε δ' ὁδὸς καὶ μᾶλλον ὁμ οφροσύνῃσιν ἐνήσει (ἡμᾶς), 15, 198; sp. D., wie Alc. Mess. 3 (XII, 64); Agath. 89; Coluth. 185; Maneth. 6, 215. Auch D. H. 9, 45 u. Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμοφροσύνη: ἡ, = ὁμόνοια, ἑνότης φρονήματος καὶ αἰσθημάτων, ὁμοφροσύνην ὀπάσειαν ἐσθλὴν [θεοὶ] Ὀδ. Ζ. 181· ἐν τῷ πληθ., Ο. 198· -ὡσαύτως παρὰ μεταγενεστ. πεζογράφοις, Διον. Ἁλ. 9. 45, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
accord de sentiments, union, concorde.
Étymologie: ὁμόφρων.
English (Autenrieth)
harmony of mind, congeniality. (Od.)
Greek Monolingual
η (ΑΜ ὁμοφροσύνη) ομόφρων
1. σύμπνοια, συμφωνία φρονημάτων και αισθημάτων, ομογνωμοσύνη, ομόνοια
2. ως κύριο όν. η ομόνοια προσωποποιημένη («βωμὸς Ὁμοφροσύνης», Ανθ. Παλ.).