ὀνόκωλος: Difference between revisions

From LSJ

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583
(6_16)
(29)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀνόκωλος''': -ον, = [[ὀνοσκελίς]], ἐπὶ τοῦ φαντάσματος τῆς Ἐμπούσης, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 295· [[ὡσαύτως]] [[ὀνοκώλη]], ὀνόκωλις, ἡ, Εὐστ. 1704. 4, Ἐτυμολ. Μέγα.
|lstext='''ὀνόκωλος''': -ον, = [[ὀνοσκελίς]], ἐπὶ τοῦ φαντάσματος τῆς Ἐμπούσης, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 295· [[ὡσαύτως]] [[ὀνοκώλη]], ὀνόκωλις, ἡ, Εὐστ. 1704. 4, Ἐτυμολ. Μέγα.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀνόκωλος]], -ον, θηλ. και [[ὀνοκώλη]] (ΑΜ, Μ θηλ. ὀνόκωλις)<br />(ως [[προσωνυμία]] του φαντάσματος της Εμπούσης) αυτός που έχει πόδια όνου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κωλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κῶλον]]), <b>πρβλ.</b> <i>αγκυλό</i>-<i>κωλος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:09, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνόκωλος Medium diacritics: ὀνόκωλος Low diacritics: ονόκωλος Capitals: ΟΝΟΚΩΛΟΣ
Transliteration A: onókōlos Transliteration B: onokōlos Transliteration C: onokolos Beta Code: o)no/kwlos

English (LSJ)

ον,

   A = ὀνοσκελίς, of the hobgoblin Empusa, Sch. Ar.Ra.296 :—also ὀνό-κωλις, ἡ, Eust.1704.42.

German (Pape)

[Seite 348] eselsfüßig, Schol. Ar. Ran. 295.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνόκωλος: -ον, = ὀνοσκελίς, ἐπὶ τοῦ φαντάσματος τῆς Ἐμπούσης, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 295· ὡσαύτως ὀνοκώλη, ὀνόκωλις, ἡ, Εὐστ. 1704. 4, Ἐτυμολ. Μέγα.

Greek Monolingual

ὀνόκωλος, -ον, θηλ. και ὀνοκώλη (ΑΜ, Μ θηλ. ὀνόκωλις)
(ως προσωνυμία του φαντάσματος της Εμπούσης) αυτός που έχει πόδια όνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + -κωλος (< κῶλον), πρβλ. αγκυλό-κωλος].