ὀξυγώνιος: Difference between revisions

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
(6_17)
(29)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀξῠγώνιος''': -ον, ὁ ἔχων ὀξεῖαν γωνίαν, Ἀριστ. Τοπ. 1. 15, 13, π. Οὐρ. 3. 8, 6, Εὐκλ.
|lstext='''ὀξῠγώνιος''': -ον, ὁ ἔχων ὀξεῖαν γωνίαν, Ἀριστ. Τοπ. 1. 15, 13, π. Οὐρ. 3. 8, 6, Εὐκλ.
}}
{{grml
|mltxt=-α, -ο (Α [[ὀξυγώνιος]], -ον)<br />αυτός που έχει [[οξεία]] [[γωνία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το οξυγώνιο</i><br /><b>μαθημ.</b> [[τρίγωνο]] με όλες τις γωνίες του οξείες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[σώμα]] με οξείες γωνίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οξυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[γωνία]] (<b>πρβλ.</b> <i>αμβλυ</i>-[[γώνιος]]].
}}
}}

Revision as of 12:09, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀξυγώνιος Medium diacritics: ὀξυγώνιος Low diacritics: οξυγώνιος Capitals: ΟΞΥΓΩΝΙΟΣ
Transliteration A: oxygṓnios Transliteration B: oxygōnios Transliteration C: oksygonios Beta Code: o)cugw/nios

English (LSJ)

ον,

   A acute-angled, Arist.Top.107a17, Cael.307a2, Euc.1Def.21, Onos.10.16 : neut. as Subst., acuteangled body, Epicur.Ep.2p.50U. (pl.).

German (Pape)

[Seite 352] spitzwinkelig; μάχαιρα ὀξεῖα, Arist. topic., 15, öfter; τρίγωνον, Euclid.

Greek (Liddell-Scott)

ὀξῠγώνιος: -ον, ὁ ἔχων ὀξεῖαν γωνίαν, Ἀριστ. Τοπ. 1. 15, 13, π. Οὐρ. 3. 8, 6, Εὐκλ.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α ὀξυγώνιος, -ον)
αυτός που έχει οξεία γωνία
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το οξυγώνιο
μαθημ. τρίγωνο με όλες τις γωνίες του οξείες
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. σώμα με οξείες γωνίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + γωνία (πρβλ. αμβλυ-γώνιος].