ὀπιθόμβροτος: Difference between revisions
οὕτω γὰρ συμβαίνει ἅμα καὶ ἡ τῶνδε εὐγένεια κοσμουμένη → for by so doing we shall also celebrate therewith the noble birth of these heroes
(SL_2) |
(29) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b>ὀπῐθόμβροτος</b> <br /> <b>1</b> [[that]] follows [[after]] men ὀπιθόμβροτον [[αὔχημα]] [[δόξας]] [[οἶον]] ἀποιχομένων [[ἀνδρῶν]] δίαιταν μανύει (P. 1.92) | |sltr=<b>ὀπῐθόμβροτος</b> <br /> <b>1</b> [[that]] follows [[after]] men ὀπιθόμβροτον [[αὔχημα]] [[δόξας]] [[οἶον]] ἀποιχομένων [[ἀνδρῶν]] δίαιταν μανύει (P. 1.92) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀπιθόμβροτος]], -ον (Α)<br />αυτός που ζει [[μετά]] τον θάνατο, που ακολουθεί τον θνητό («ὀπιθόμβροτον [[αὔχημα]] δόξας» — η [[δόξα]] που ζει [[μετά]] τον θάνατο, <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὄπιθεν</i>, ποιητ. τ. του [[ὄπισθεν]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μβροτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βροτός]] «[[θνητός]]» <span style="color: red;"><</span> <i>μροτός</i>), <b>πρβλ.</b> <i>λησί</i>-<i>μβροτος</i>, <i>μελά</i>-<i>μβροτος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:10, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, poet. for ὀπισθόμβροτος,
A following a mortal, ὀ. αὔχημα the glory that lives after men, Pi.P.1.92.
German (Pape)
[Seite 357] poet. für ὀπισθόμβροτος, dem Sterblichen hinterher folgend, αὔχημα, der Nachruhm, Pind. P. 1, 92.
Greek (Liddell-Scott)
ὀπῐθόμβροτος: -ον, ποιητ. ἀντὶ ὀπισθόμβροτος, ὁ ἀκολουθῶν θνητόν, ὀπ. αὔχημα, ἡ δόξα ἥτις ζῇ μετὰ θάνατον, Πινδ. Π. 1. 179.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui survit aux mortels.
Étymologie: ὄπιθε, βροτός.
English (Slater)
ὀπῐθόμβροτος
1 that follows after men ὀπιθόμβροτον αὔχημα δόξας οἶον ἀποιχομένων ἀνδρῶν δίαιταν μανύει (P. 1.92)
Greek Monolingual
ὀπιθόμβροτος, -ον (Α)
αυτός που ζει μετά τον θάνατο, που ακολουθεί τον θνητό («ὀπιθόμβροτον αὔχημα δόξας» — η δόξα που ζει μετά τον θάνατο, Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄπιθεν, ποιητ. τ. του ὄπισθεν + -μβροτος (< βροτός «θνητός» < μροτός), πρβλ. λησί-μβροτος, μελά-μβροτος].