ὀρθόφρων: Difference between revisions
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
(6_14) |
(29) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀρθόφρων''': ὁ, ἡ, «ἀνατεταμένος καὶ [[μετέωρος]] ταῖς φρεσίν· [[οὕτως]] Σοφοκλῆς» (Φώτ.), Λατ. erectus animo, Σοφ. Ἀποσπ. 923. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ἀνατεταμένας φρένας ἔχων, ἢ ὀρθάς. [[μετέωρος]]». | |lstext='''ὀρθόφρων''': ὁ, ἡ, «ἀνατεταμένος καὶ [[μετέωρος]] ταῖς φρεσίν· [[οὕτως]] Σοφοκλῆς» (Φώτ.), Λατ. erectus animo, Σοφ. Ἀποσπ. 923. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ἀνατεταμένας φρένας ἔχων, ἢ ὀρθάς. [[μετέωρος]]». | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον (ΑΜ [[ὀρθόφρων]], -ον)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />αυτός που σκέπτεται λογικά, [[συνετός]], [[σώφρων]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ορθόδοξος]]<br /><b>αρχ.</b><br />([[κατά]] τον <b>Φώτ.</b>) «ἀνατεταμένος καὶ [[μετέωρος]] ταῑς φρεσίν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ορθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φρων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φρήν]], <i>φρενός</i>), <b>πρβλ.</b> [[μεγαλό]]-<i>φρων</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:10, 29 September 2017
English (LSJ)
ονος, ὁ, ἡ,
A of excited mind, S.Fr.1077.
German (Pape)
[Seite 376] mit gradem Sinne oder gespannter Seele, Soph. frg. 923, Phot. erkl. ἀνατεταμένος καὶ μετέωρος ταῖς φρεσίν.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρθόφρων: ὁ, ἡ, «ἀνατεταμένος καὶ μετέωρος ταῖς φρεσίν· οὕτως Σοφοκλῆς» (Φώτ.), Λατ. erectus animo, Σοφ. Ἀποσπ. 923. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ἀνατεταμένας φρένας ἔχων, ἢ ὀρθάς. μετέωρος».
Greek Monolingual
-ον (ΑΜ ὀρθόφρων, -ον)
νεοελλ.-μσν.
αυτός που σκέπτεται λογικά, συνετός, σώφρων
μσν.
ορθόδοξος
αρχ.
(κατά τον Φώτ.) «ἀνατεταμένος καὶ μετέωρος ταῑς φρεσίν».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μεγαλό-φρων].