ὁριστικός: Difference between revisions
ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life
(Bailly1_4) |
(29) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />qui sert à délimiter, à définir ; <i>t. de gramm.</i> défini ; ἡ ὁριστική [[ἔγκλισις]] <i>t. de gramm.</i> l’indicatif.<br />'''Étymologie:''' [[ὁρίζω]]. | |btext=ή, όν :<br />qui sert à délimiter, à définir ; <i>t. de gramm.</i> défini ; ἡ ὁριστική [[ἔγκλισις]] <i>t. de gramm.</i> l’indicatif.<br />'''Étymologie:''' [[ὁρίζω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ὁριστικός]], -ή, -όν) [[οριστός]]<br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η οριστική</i><br /><b>γραμμ.</b> η πρώτη ρηματική [[έγκλιση]] η οποία δηλώνει [[κάτι]] το οποίο [[είναι]] ή θεωρείται αληθινό, πραγματικό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[σαφώς]] καθορισμένος, [[τελειωτικός]] («η [[απόφαση]] που [[πήρα]] [[είναι]] οριστική»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «οριστική [[αντωνυμία]]»<br /><b>γραμμ.</b> [[αντωνυμία]] η οποία καθορίζει με [[έμφαση]] το [[πρόσωπο]] ή το [[πράγμα]] στο οποίο αναφέρεται και το αντιδιαστέλλει από [[οτιδήποτε]] [[άλλο]]<br /><b>3.</b> (η αιτ. πληθ. του ουδ. ως επίρρ.) <i>οριστικά</i><br />αμετάκλητα, τελειωτικά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ορισμό, δηλ. στον προσδιορισμό του περιεχομένου μιας έννοιας με τη [[διατύπωση]] τών ουσιωδών χαρακτηριστικών της<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[τέχνη]] του να δίνει [[κανείς]] ορισμούς εννοιών<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὁριστικόν</i><br />α) [[καθοριστικός]] [[παράγοντας]]<br />β) <b>γραμμ.</b> η οριστική [[έγκλιση]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[οριστικώς]] και -<i>ά</i> (ΑΜ <i>ὁριστικῶς</i>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />τελειωτικά, τελεσίδικα, αμετάκλητα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> με οριστικό, προσδιοριστικό τρόπο<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> σε [[έγκλιση]] οριστική. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:10, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for defining, λόγος Arist.de An.413a14,al. ; δύναμις Plu.2.1026d ; διδασκαλία Gal.1.307: -κή, ἡ, art of definition, Ammon. in APr.7.32, Elias in Porph.3.28. Adv. -κῶς by definition, Hermog.Stat.3, Syrian.in Metaph.12.12 : Comp. -κώτερον, ἐπιδραμεῖν Gal.7.463. 2 giving definite form to, c. gen., Olymp. in Mete.275.22. II ἡ ὁριστική (sc. ἔγκλισις), indicative mood, D.T.638.7, A.D.Synt.31.14 ; -κὰ ῥήματα indicative verbs, Id.Adv.124.9 ; -κὴ προφορά ib.123.12. Adv. -κῶς in the indicative mood, Phryn.337, Sch.E.Hec.87.
German (Pape)
[Seite 378] zum Begränzen, Begriffsbestimmen gehörig, λόγος, Arist., u. Sp., auch im adv.; – ἡ ὁριστική, sc. ἔγκλισις, modus indicativus, Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
ὁριστικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸν ὁρισμόν, λόγος Ἀριστ. π. Ψυχῆς 2. 2, 1, κ. ἀλλ.˙ δύναμις Πλούτ. 2. 1026C. ΙΙ. ἡ ὁριστικὴ (δηλ. ἔγκλισις), modus indicativus, Γραμμ.˙ - Ἐπιρρ. -κῶς, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἑκάβ. 88.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui sert à délimiter, à définir ; t. de gramm. défini ; ἡ ὁριστική ἔγκλισις t. de gramm. l’indicatif.
Étymologie: ὁρίζω.
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ ὁριστικός, -ή, -όν) οριστός
το θηλ. ως ουσ. η οριστική
γραμμ. η πρώτη ρηματική έγκλιση η οποία δηλώνει κάτι το οποίο είναι ή θεωρείται αληθινό, πραγματικό
νεοελλ.
1. σαφώς καθορισμένος, τελειωτικός («η απόφαση που πήρα είναι οριστική»)
2. φρ. «οριστική αντωνυμία»
γραμμ. αντωνυμία η οποία καθορίζει με έμφαση το πρόσωπο ή το πράγμα στο οποίο αναφέρεται και το αντιδιαστέλλει από οτιδήποτε άλλο
3. (η αιτ. πληθ. του ουδ. ως επίρρ.) οριστικά
αμετάκλητα, τελειωτικά
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ορισμό, δηλ. στον προσδιορισμό του περιεχομένου μιας έννοιας με τη διατύπωση τών ουσιωδών χαρακτηριστικών της
2. το θηλ. ως ουσ. η τέχνη του να δίνει κανείς ορισμούς εννοιών
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὁριστικόν
α) καθοριστικός παράγοντας
β) γραμμ. η οριστική έγκλιση.
επίρρ...
οριστικώς και -ά (ΑΜ ὁριστικῶς)
νεοελλ.
τελειωτικά, τελεσίδικα, αμετάκλητα
αρχ.
1. με οριστικό, προσδιοριστικό τρόπο
2. γραμμ. σε έγκλιση οριστική.