ουδέ: Difference between revisions
οὕτω γὰρ συμβαίνει ἅμα καὶ ἡ τῶνδε εὐγένεια κοσμουμένη → for by so doing we shall also celebrate therewith the noble birth of these heroes
(29) |
(No difference)
|
Revision as of 12:11, 29 September 2017
Greek Monolingual
(Α οὐδέ)
(αρν. μόριο που χρησιμοποιείται ως συμπλεκτικός σύνδ.) ούτε, και όχι
αρχ.
Ι. (ΩΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ) ΧΡΗΣΗ-ΘΕΣΗ: 1. ως επί το πλείστον αντιτίθεται με το μὲν («ἄλλοις μὲν πᾱσιν ἑήνδανεν, οὐδέ ποθ' Ἥρη, οὐδὲ Ποσειδάων', οὐδὲ γλαυκώπιδι κούρῃ», Ομ. Ιλ.)
2. συνδέει προτάσεις, ενώ το οὔτε συνδέει μέρη προτάσεων
3. πολλές φορές χρησιμοποιείται χωρίς να προηγείται αρνητικό («τραχὺς μόναρχος οὐδ' ὑπεύθυνος», Αισχύλ.)
4. όταν επαναλαμβάνεται στην αρχή δύο διαδοχικών προτάσεων, το πρώτο οὐδέ έχει επιρρηματική θέση και έτσι εκφέρει ισχυρότερη αντίθεση («καὶ μὴν οὐδ' ἡ ἐπιτείχισις οὐδὲ τὸ ναυτικὸν ἄξιον φοβηθῆναι», Θουκ.)
5. μπορεί να τεθεί μετά το οὔτε κατά ανακόλουθο σχήμα
6. επαναλαμβάνεται στην αναφορική και στην αντίστοιχη δεικτική πρόταση που προσδιορίζεται («ὥσπερ οὐδ' ηὔχετο, [[[οὕτως]]] οὐδ' ᾤετο», Πλάτ.)
II. (ΩΣ ΕΠΙΡΡ.)
1. ούτε και («ἐπεὶ οὔ οἱ ἔνι φρένες οὐδ' ἠβαιαί», Ομ. Ιλ.)
2. (με το καί, προκειμένου να δοθεί κάποια έμφαση) και όχι («καὶ οὐδ' αὐτοὶ αὖ μόνον, ἀλλὰ καί», Θουκ.)
3. φρ. «ἀλλ' οὐδ' ὧς» — μα ούτε κι έτσι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὖ (Ι) + δέ (πρβλ. μηδέ)].