ὀψίτυχος: Difference between revisions
From LSJ
Oἷς ὁ βιος ἀεὶ φόβων καὶ ὑποψίας ἐστὶ πλήρης, τούτοις οὔτε πλοῦτος οὔτε δόξα τέρψιν παρέχει. → To those for whom life is always full of fears and suspicion, neither wealth nor fame offers pleasure.
(6_17) |
(30) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀψίτῠχος''': -ον, ὁ ἀργὰ κτηθείς, Μανέθων 5. 71, ἀλλ’ ἐν χρήσει πολλῷ πρότερον, ὡς φαίνεται ἐκ τοῦ Ἡρῳδιανοῦ π. μον. λέξ. 26. 5. | |lstext='''ὀψίτῠχος''': -ον, ὁ ἀργὰ κτηθείς, Μανέθων 5. 71, ἀλλ’ ἐν χρήσει πολλῷ πρότερον, ὡς φαίνεται ἐκ τοῦ Ἡρῳδιανοῦ π. μον. λέξ. 26. 5. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀψίτυχος]], -ον (Α)<br />[[επιτυχής]] [[μετά]] από πολύ χρόνο καθυστερημένα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀψι</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>οψέ</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>τυχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τύχη]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:12, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A successful after long delay, Hdn.Gr.2.932, Anub. in Cat.Cod.Astr.2.209.28, Paul.Al.M.3, Man.5.71; ὀ. εἶ· μὴ ἀγωνία Astramps.Orac.15.8.
German (Pape)
[Seite 433] spät erlangt, πίστις, Maneth. 5, 71.
Greek (Liddell-Scott)
ὀψίτῠχος: -ον, ὁ ἀργὰ κτηθείς, Μανέθων 5. 71, ἀλλ’ ἐν χρήσει πολλῷ πρότερον, ὡς φαίνεται ἐκ τοῦ Ἡρῳδιανοῦ π. μον. λέξ. 26. 5.
Greek Monolingual
ὀψίτυχος, -ον (Α)
επιτυχής μετά από πολύ χρόνο καθυστερημένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀψι- (βλ. λ. οψέ) + -τυχος (< τύχη)].