ὀψίτυχος
From LSJ
ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ μείζονα. Καὶ ἔτι καθ᾽ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι (1 Corinthians 12:31) → But go ahead and strive for the greater gifts. And I'm about to show you a still more excellent way.
English (LSJ)
ὀψίτυχον, successful after long delay, Hdn.Gr.2.932, Anub. in Cat.Cod.Astr.2.209.28, Paul.Al.M.3, Man.5.71; ὀ. εἶ· μὴ ἀγωνία Astramps.Orac.15.8.
German (Pape)
[Seite 433] spät erlangt, πίστις, Maneth. 5, 71.
Greek (Liddell-Scott)
ὀψίτῠχος: -ον, ὁ ἀργὰ κτηθείς, Μανέθων 5. 71, ἀλλ’ ἐν χρήσει πολλῷ πρότερον, ὡς φαίνεται ἐκ τοῦ Ἡρῳδιανοῦ π. μον. λέξ. 26. 5.
Greek Monolingual
ὀψίτυχος, -ον (Α)
επιτυχής μετά από πολύ χρόνο καθυστερημένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀψι- (βλ. λ. οψέ) + -τυχος (< τύχη)].