πανάγριος: Difference between revisions

From LSJ

ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye

Source
(6_16)
(30)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''πᾰνάγριος''': -ον, [[ὅλως]] [[διόλου]] [[ἄγριος]], ἀγριώτατος, Ὀππ. Κ. 2. 45. - παρὰ τῷ Ψευδο-Φωκυλ. 190, ὁ Brunck παναγρείους, ὁ Βergk παναγρῆας.
|lstext='''πᾰνάγριος''': -ον, [[ὅλως]] [[διόλου]] [[ἄγριος]], ἀγριώτατος, Ὀππ. Κ. 2. 45. - παρὰ τῷ Ψευδο-Φωκυλ. 190, ὁ Brunck παναγρείους, ὁ Βergk παναγρῆας.
}}
{{grml
|mltxt=[[πανάγριος]], -ον (Α)<br />[[πάρα]] πολύ [[άγριος]], αγριότατος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἄγριος]].
}}
}}

Revision as of 12:12, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πανάγριος Medium diacritics: πανάγριος Low diacritics: πανάγριος Capitals: ΠΑΝΑΓΡΙΟΣ
Transliteration A: panágrios Transliteration B: panagrios Transliteration C: panagrios Beta Code: pana/grios

English (LSJ)

ον,

   A quite wild or savage, Opp.C.2.45, dub. in Ps.-Phoc.202.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰνάγριος: -ον, ὅλως διόλου ἄγριος, ἀγριώτατος, Ὀππ. Κ. 2. 45. - παρὰ τῷ Ψευδο-Φωκυλ. 190, ὁ Brunck παναγρείους, ὁ Βergk παναγρῆας.

Greek Monolingual

πανάγριος, -ον (Α)
πάρα πολύ άγριος, αγριότατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἄγριος.