παλίμβουλος: Difference between revisions
From LSJ
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
(c1) |
(30) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0448.png Seite 448]] den Entschluß ändernd, Sp., wie Schol. Thuc. 3, 37. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0448.png Seite 448]] den Entschluß ändernd, Sp., wie Schol. Thuc. 3, 37. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[παλίμβουλος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει σταθερή [[βούληση]], αυτός που αλλάζει εύκολα [[γνώμη]] ή [[θέληση]], ταλαντευόμενος, [[άστατος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ παλίμβουλον</i><br />η [[παλιμβουλία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βουλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βουλή]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:13, 29 September 2017
English (LSJ)
A f.l. for -βολος, Id.1.15, Sch.Th.3.37, Eust. 375.1.
German (Pape)
[Seite 448] den Entschluß ändernd, Sp., wie Schol. Thuc. 3, 37.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ παλίμβουλος, -ον)
αυτός που δεν έχει σταθερή βούληση, αυτός που αλλάζει εύκολα γνώμη ή θέληση, ταλαντευόμενος, άστατος
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ παλίμβουλον
η παλιμβουλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -βουλος (< βουλή)].