παντομιγής: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
(6_7)
(30)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παντομῐγής''': -ές, ὁ ἐκ πάντων μεμιγμένος, [[ἀνάμικτος]], Συνεσ. Ὕμν. 7. 14, Εὐνάπ. τ. 1, σ. 513, 10.
|lstext='''παντομῐγής''': -ές, ὁ ἐκ πάντων μεμιγμένος, [[ἀνάμικτος]], Συνεσ. Ὕμν. 7. 14, Εὐνάπ. τ. 1, σ. 513, 10.
}}
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br /><b>1.</b> [[ανάμικτος]] από όλα τα είδη<br /><b>2.</b> [[πλούσιος]] σε [[ποικιλία]] προϊόντων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παντ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[μιγής]] (<span style="color: red;"><</span> <i>μ</i>[[ε]]<i>ίγνυμή</i>, <b>πρβλ.</b> <i>πολυ</i>-[[μιγής]].
}}
}}

Revision as of 12:13, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παντομῐγής Medium diacritics: παντομιγής Low diacritics: παντομιγής Capitals: ΠΑΝΤΟΜΙΓΗΣ
Transliteration A: pantomigḗs Transliteration B: pantomigēs Transliteration C: pantomigis Beta Code: pantomigh/s

English (LSJ)

ές,

   A mixed of everything: hence, rich in variety of produce, χωρίον Eun.Hist.p.254 D.; χρῆμά τι πρὸς ἅπασαν ἀρετὴν π., of a person, Id.VSp.457 B.

German (Pape)

[Seite 464] ές, aus od. von Allem gemischt, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

παντομῐγής: -ές, ὁ ἐκ πάντων μεμιγμένος, ἀνάμικτος, Συνεσ. Ὕμν. 7. 14, Εὐνάπ. τ. 1, σ. 513, 10.

Greek Monolingual

-ές, Α
1. ανάμικτος από όλα τα είδη
2. πλούσιος σε ποικιλία προϊόντων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)- + -μιγής (< μείγνυμή, πρβλ. πολυ-μιγής.