παραφορά: Difference between revisions

From LSJ

αἵ τε γὰρ συμφοραὶ ποιοῦσι μακρολόγους → For, in addition, our misfortunes make us long-winded (Appian, Libyca 389.3)

Source
(Bailly1_4)
(31)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ᾶς (ἡ) :<br />dérangement d’esprit, folie.<br />'''Étymologie:''' [[παραφέρω]].
|btext=ᾶς (ἡ) :<br />dérangement d’esprit, folie.<br />'''Étymologie:''' [[παραφέρω]].
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΑ, ιων. τ. παραφορή, ἡ, δωρ. τ. παρφορά, Α [[παραφέρω]]<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του παραφέρομαι, το να παραφέρεται [[κανείς]], [[έξαψη]], [[διέγερση]] από βίαιο [[πάθος]] ή [[συναίσθημα]], [[παρεκτροπή]] από σφοδρό θυμό (α. «βρέθηκε σε [[παραφορά]] θυμού» β. «πρηΰνεσθαι τὴν παραφοράν», Ιάμβλ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τον νου) [[ταραχή]], [[διατάραξη]]<br /><b>2.</b> [[παραφροσύνη]], [[φρενίτιδα]]<br /><b>3.</b> παράπλευρη [[κίνηση]], παράλληλη [[πορεία]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «παραφορὰς ποιοῡμαι»<br />(για ποταμό) [[σχηματίζω]] βραχίονες<br /><b>5.</b> παλινδρομική [[κίνηση]], [[κίνηση]] [[πίσω]]-[[μπρος]]<br /><b>6.</b> (για [[ξίφος]]) ταλαντευόμενη, αναποφάσιστη [[κίνηση]]<br /><b>7.</b> ανώμαλο, ακανόνιστο, άτακτο, ασταθές [[βάδισμα]]<br /><b>8.</b> [[προμήθεια]], [[παροχή]].
}}
}}

Revision as of 12:14, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραφορά Medium diacritics: παραφορά Low diacritics: παραφορά Capitals: ΠΑΡΑΦΟΡΑ
Transliteration A: paraphorá Transliteration B: paraphora Transliteration C: parafora Beta Code: parafora/

English (LSJ)

Ion. παραφο-ρή, Dor. παρφορά, ἡ,

   A going aside, παραφορὰς ποιεῖσθαι to make itself by-streams, of a river, Agatharch.23.    2 movemnt to and fro, Sor.1.73 : pl., Id.2.14.    3 waving of a sword, Onos.26.1.    II mostly of the mind, derangement, distraclion, A. Eu.330(lyr.) ; τῆς αἰσθήσιος Aret.CD1.5 ; π. ἐν μέθῃ Id.SD1.6 ; frenzy, π. καὶ ἔκστασις Iamb.Myst.3.7 ; π. τῆς διανοίας Plu.2.249b ; ποδῶν π. irregular gait, Adam.2.21.    III Act., bringing up, furnishing, purveying, ζυγάστρων SIG247 ii 21 (Delph., iv B.C.), cf. PLond.3.974 ii 5 (iv A.D.).

German (Pape)

[Seite 506] ἡ, διανοίας, Geistesverrückung, Wahnsinn; Aesch. Eum. 326; Plut. u. sp. Medic.

Greek (Liddell-Scott)

παραφορά: ἡ, τὸ παραφέρεσθαι, παραφορὰς ποιοῦμαι, σχηματίζω ῥυάκια, ἐπὶ ποταμοῦ, Ἀγαθαρχίδης ἐν Φωτίου Βιβλιοθ. 447. 22. ΙΙ. τὸ πλεῖστον ἐπὶ τῶν φρενῶν, διατάραξις φρενῶν, παραφροσύνη, Αἰσχύλ. Εὐμ. 330· π. ἐν μέθῃ Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1. 6· παραφ. διανοίας Πλούτ. 2. 249Β· φρενῶν Ρήτορες (Walz) 1. 473.

French (Bailly abrégé)

ᾶς (ἡ) :
dérangement d’esprit, folie.
Étymologie: παραφέρω.

Greek Monolingual

η, ΝΑ, ιων. τ. παραφορή, ἡ, δωρ. τ. παρφορά, Α παραφέρω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του παραφέρομαι, το να παραφέρεται κανείς, έξαψη, διέγερση από βίαιο πάθος ή συναίσθημα, παρεκτροπή από σφοδρό θυμό (α. «βρέθηκε σε παραφορά θυμού» β. «πρηΰνεσθαι τὴν παραφοράν», Ιάμβλ.)
αρχ.
1. (για τον νου) ταραχή, διατάραξη
2. παραφροσύνη, φρενίτιδα
3. παράπλευρη κίνηση, παράλληλη πορεία
4. φρ. «παραφορὰς ποιοῡμαι»
(για ποταμό) σχηματίζω βραχίονες
5. παλινδρομική κίνηση, κίνηση πίσω-μπρος
6. (για ξίφος) ταλαντευόμενη, αναποφάσιστη κίνηση
7. ανώμαλο, ακανόνιστο, άτακτο, ασταθές βάδισμα
8. προμήθεια, παροχή.