παρηγορητικός: Difference between revisions
From LSJ
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
(6_12) |
(31) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παρηγορητικός''': ἴδε ἐν λ. [[παρηγορικός]]. | |lstext='''παρηγορητικός''': ἴδε ἐν λ. [[παρηγορικός]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[παρηγορητικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[παρηγορώ]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[παρηγοριά]] ή αυτός που [[είναι]] [[ικανός]] ή [[κατάλληλος]] να παρηγορεί, [[παραμυθητικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καταπραϋντικός]] («καταπλάσμασι παρηγορητικωτάτοις», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[παρηγορικός]], [[ενθαρρυντικός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:14, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A = παρηγορικός, Sch.ll.13.726.
German (Pape)
[Seite 520] ή, όν, = παρηγορικός, Schaef. Schol. Par. Ap. Rh. 2, 628; vgl. Schol. Il. 13, 736.
Greek (Liddell-Scott)
παρηγορητικός: ἴδε ἐν λ. παρηγορικός.
Greek Monolingual
-ή, -ό / παρηγορητικός, -ή, -όν, ΝΜΑ παρηγορώ
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παρηγοριά ή αυτός που είναι ικανός ή κατάλληλος να παρηγορεί, παραμυθητικός
αρχ.
1. καταπραϋντικός («καταπλάσμασι παρηγορητικωτάτοις», Γαλ.)
2. παρηγορικός, ενθαρρυντικός.