Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

παρηγορητικός: Difference between revisions

From LSJ

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das WortMaeroris unica medicina oratio.

Menander, Sententiae, 452
(6_12)
(31)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παρηγορητικός''': ἴδε ἐν λ. [[παρηγορικός]].
|lstext='''παρηγορητικός''': ἴδε ἐν λ. [[παρηγορικός]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[παρηγορητικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[παρηγορώ]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[παρηγοριά]] ή αυτός που [[είναι]] [[ικανός]] ή [[κατάλληλος]] να παρηγορεί, [[παραμυθητικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καταπραϋντικός]] («καταπλάσμασι παρηγορητικωτάτοις», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[παρηγορικός]], [[ενθαρρυντικός]].
}}
}}

Revision as of 12:14, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρηγορητικός Medium diacritics: παρηγορητικός Low diacritics: παρηγορητικός Capitals: ΠΑΡΗΓΟΡΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: parēgorētikós Transliteration B: parēgorētikos Transliteration C: parigoritikos Beta Code: parhgorhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A = παρηγορικός, Sch.ll.13.726.

German (Pape)

[Seite 520] ή, όν, = παρηγορικός, Schaef. Schol. Par. Ap. Rh. 2, 628; vgl. Schol. Il. 13, 736.

Greek (Liddell-Scott)

παρηγορητικός: ἴδε ἐν λ. παρηγορικός.

Greek Monolingual

-ή, -ό / παρηγορητικός, -ή, -όν, ΝΜΑ παρηγορώ
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παρηγοριά ή αυτός που είναι ικανός ή κατάλληλος να παρηγορεί, παραμυθητικός
αρχ.
1. καταπραϋντικός («καταπλάσμασι παρηγορητικωτάτοις», Γαλ.)
2. παρηγορικός, ενθαρρυντικός.